-
1 Γλήνος
-
2 Γλῆνος
-
3 γλήνος
-
4 γλῆνος
-
5 γλῆνος
γλῆνος, τό (γλαύσσω, ΓΛΑΏ, λάω, verwandt γλήνη), 1) Schau-, Prachtstück, Il. 24, 192, ἅπαξ εἰρημέν.; Ap. Rh. 4, 428. Bei Arat. 318 von den Sternen. – 2) = γλήνη 1), Nic. Th. 228.
-
6 γληνος
-
7 Γληνός
Γληνόςmasc nom sg -
8 γλῆνος
-
9 γλῆνος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γλῆνος
-
10 γλῆνος
-
11 γλήνος
ηνία, ηνίο 1.1) скользкий; 2) см. γληνός; 2. (ο) 1) слизь; 2) мокрота; плевок; 3) скользкость -
12 γληνός
η, ό[ν]1) гладкий, полированный; 2) блестящий, сверкающий, сияющий; 3) мягкий, нежный, гладкий (о коже) -
13 πυρί-γληνος
πυρί-γληνος, mit feurigen Augen; λέοντες, Opp. Cyn. 3, 97; Man. 3, 182; Nonn. D. 12, 8 u. a. sp. D.
-
14 περί-γληνος
περί-γληνος, sehr glänzend, Orph. Lith. 651.
-
15 πολύ-γληνος
πολύ-γληνος, mit vielen Augen; Argus, Paul. Sil. 21 (V, 262); σαγήνη, mit vielen Maschen, Opp. Cyn. 1, 157.
-
16 τρί-γληνος
τρί-γληνος, mit drei Augen, von der Hekate, Ath. VII, 325 a. Bei Hom. von Ohrgehängen, ἕρματα τρίγληνα, Il. 14, 183 Od. 18, 298, mit drei Bildchen, Zierrathen, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 183 Lehrs Aristarch ed. 2 p. 152.
-
17 τανύ-γληνος
τανύ-γληνος, weit-, großäugig, ταῠρος, Nonn. D. 43, 41.
-
18 εὔ-γληνος
-
19 νεό-γληνος
νεό-γληνος, mit neuen, eben erst wiedererhaltenen Augäpfeln (?).
-
20 μελάγ-γληνος
μελάγ-γληνος, schwarzäugig, Sp.
См. также в других словарях:
γλήνος — γλῆνος, το (Α) Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα 1. παιχνίδια, στολίδια 2. άστρα II. εν. 1. γλήνη τού οφθαλμού* 2. το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη] … Dictionary of Greek
Γληνός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλῆνος — gaudy things masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλῆνος — gaudy things neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γληνός — ή, ό 1. λαμπερός 2. γυαλιστερός 3. τρυφερός, απαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τα γλήνη, γλήνος βλ. λ.] … Dictionary of Greek
Γληνός, Γεώργιος — (Σμύρνη 1895 – Αθήνα 1966).Ηθοποιός. Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο στη Σμύρνη, σε ηλικία 22 ετών. Λίγο αργότερα έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε έως το 1930 βασικό στέλεχος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το διάστημα 1932 45 υπήρξε ένας από… … Dictionary of Greek
Γληνός, Δημήτριος — (Σμύρνη 1882 – Αθήνα 1943). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά στη Σμύρνη και ύστερα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στην Ιένα και στη Λειψία. Διετέλεσε και εκπαιδευτικός στη Μικρά Ασία, καθηγητής στο Αρσάκειο… … Dictionary of Greek
Γληνόν — Γληνός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλῆνον — Γλῆνος gaudy things masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλήνου — Γλῆνος gaudy things masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γλήνῳ — Γλῆνος gaudy things masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)