Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὔ-γληνος

См. также в других словарях:

  • γλήνος — γλῆνος, το (Α) Ι. συνήθως στον πληθ. τα γλήνεα 1. παιχνίδια, στολίδια 2. άστρα II. εν. 1. γλήνη τού οφθαλμού* 2. το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλήνη] …   Dictionary of Greek

  • Γληνός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλῆνος — gaudy things masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλῆνος — gaudy things neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γληνός — ή, ό 1. λαμπερός 2. γυαλιστερός 3. τρυφερός, απαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τα γλήνη, γλήνος βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • Γληνός, Γεώργιος — (Σμύρνη 1895 – Αθήνα 1966).Ηθοποιός. Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο στη Σμύρνη, σε ηλικία 22 ετών. Λίγο αργότερα έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε έως το 1930 βασικό στέλεχος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το διάστημα 1932 45 υπήρξε ένας από… …   Dictionary of Greek

  • Γληνός, Δημήτριος — (Σμύρνη 1882 – Αθήνα 1943). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά στη Σμύρνη και ύστερα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στην Ιένα και στη Λειψία. Διετέλεσε και εκπαιδευτικός στη Μικρά Ασία, καθηγητής στο Αρσάκειο… …   Dictionary of Greek

  • Γληνόν — Γληνός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλῆνον — Γλῆνος gaudy things masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλήνου — Γλῆνος gaudy things masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλήνῳ — Γλῆνος gaudy things masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»