Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαγήνη

См. также в других словарях:

  • σαγήνη — large drag net fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγήνῃ — σαγήνη large drag net fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγήνη — η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α νεοελλ. θέλγητρο, γοητεία («η σαγήνη τών λόγων του») αρχ. 1. μεγάλο αλιευτικό δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μετά από ένα χρονικό διάστημα μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις αὐτοῡ», ΠΔ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • σαγήνη — η γοητεία, θέλγητρα: Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη σαγήνη των ματιών της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παλαιά Σαγήνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ.), στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστιάδας …   Dictionary of Greek

  • σαγηνέων — σαγήνη large drag net fem gen pl (epic ionic) σαγηνεύς masc gen pl σαγηνέω̆ν , σαγηνεύς masc gen pl σαγηνευτήρ one who fishes with the masc gen pl σαγηνέω̆ν , σαγηνευτήρ one who fishes with the masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγηνῶν — σαγήνη large drag net fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγήναις — σαγήνη large drag net fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγήνην — σαγήνη large drag net fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγήνης — σαγήνη large drag net fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαγήνῃσιν — σαγήνη large drag net fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»