-
1 εύτυκος
-
2 εὔτυκος
-
3 εὔτυκος
εὔτῠκ-ος, ον, rare form for sq.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔτυκος
-
4 εύτυκον
-
5 εὔτυκον
-
6 ευτύκους
-
7 εὐτύκους
-
8 εύτυκα
-
9 εὔτυκα
См. также в других словарях:
εύτυκος — εὔτυκος, ον (Α) (σπάν. τ. αντί εὔτυκτος*) 1. οικοδομημένος καλά («εὐτύκτους δόμους», Αισχύλ.) 2. έτοιμος («εὔτυκος γλῶσσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + τύκος «τσεκούρι, κόφτης»] … Dictionary of Greek
εὔτυκος — well built masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτυκον — εὔτυκος well built masc/fem acc sg εὔτυκος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτύκους — εὔτυκος well built masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτυκα — εὔτυκος well built neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτυκάζομαι — εὐτυκάζομαι (Α) [εύτυκος] 1. ετοιμάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐτυκάζου εὔτυκτον ἔχε, ἕτοιμον» … Dictionary of Greek
ευτυκίζω — εὐτυκίζω (Α) [εύτυκος] ευτυκάζομαι … Dictionary of Greek