-
1 παρά-τροπος
παρά-τροπος, 1) abgelenkt, abgewendet, verändert, entfremdet; εὐναί, Pind. P. 2, 35, der Schol. erkl. μοιχίδιοι καὶ τοῦ δέοντος παρατετραμμέναι; vgl. Opp. Hal. 1, 515, λεχέων δὲ παράτροπον αἰσαν ἔχουσιν, u. 4, 18, χρωτὸς δὲ παράτροπον ἄνϑος ἀμέρσαι; ungewöhnlich, Plut. Lys. 12. – 2) Bei Eur. Andr. 528 in activer Bdtg, abwendend, τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω, Schol. παρατροπικός.
-
2 εὑρίσκω
εὑρίσκω, fut. εὑρήσω, u. εὑρῶ, Polem. 2, 40 u. VLL.; aor. εὗρον (εὑρέ, εὑρεῖν, bei Sp. auch εὕρησα, Man. 5, 137; Nonn.), perf. εὕρηκα, εὕρημαι, aor. p. εὑρέϑην, fut. p. εὑρεϑήσομαι, z. B. Soph. O. R. 108; dafür auch εὑρήσομαι, Xen. An. 5, 8, 22, durch Suid. vertheidigt; εὑρητέος, Ar. Nub. 717; εὑρετέος, Thuc. 3, 45, wie εὑρετός, Xen. Mem. 4, 7, 6; aor. med. εὑρόμην, bei Sp. auch εὑράμην, Ep. ad. 208 ( App. 274); ηὕραο Antiphil. 24 (IX, 29); εὑράμενος Ep. Hebr. 9, 12; vgl. Lob. zu Phryn. p. 139 ff., wo er auch die Seltenheit des Augments nachweis't; – finden, – a) zufällig finden, antreffen, von Personen u. Sachen; εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίωνα ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il. 1, 498, öfter; μὴ ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ, daß er nicht in ein selbstverschuldetes Unglück gerathe, Od. 24, 462, wie im med., κακὸν εὕρετο, er fand sich, zog sich ein Unglück unversehens zu, 21, 304 (vgl. αὐτὸς εὑρόμην πόνους Aesch. Prom. 267, μελέους ϑανάτους Spt. 861, s. unten); εὑρὼν ἐν Κιϑαιρῶνος πτυχαῖς Soph. O. R. 1026; εὕρημα οὐκ οἶσϑ' οἷον εὕρηκας τόδε Eur. Med. 716, u. sonst bei Dichtern u. in Prosa. – Mit doppeltem accus., τοὺς ϑεοὺς κακούς Soph. Phil. 452; bes. pass., ge-, erfunden werden, ἢν εὑρεϑῇς ἐς τήνδε μὴ δίκαιος ὤν Tr. 410, vgl. Ai. 750. 1114; ἀδικοῠσα εὑρέϑη Eur. Hec. 270, u. A., bes. bei Sp. oft Umschreibung für εἶναι; – im act. so, in Erfahrung bringen, auch = begreifen, einsehen, übergehend in die Bdtg – b) finden, was man sucht, ausfindigmachen, bes. auch geistig, ersinnen, entdecken, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσϑα Od. 12, 392; eben so τέκμωρ, einen Ausweg auffinden, 4, 374; ὁδόν u. ä., Pind. u. die Tragg., wie ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch. Prom. 59; λινόπτερ' εὗρε ναυτίλων ὀχήματα 466; μηχανὴν σωτηρίας Spt. 191; πόϑεν δ' ἂν εὕροις τῶν ἐμῶν σὺ πημάτων ἄρηξιν Soph. El. 863; τὰ κακῶς εὑρημέν' ἔργα O. C. 1190; εὑρέ τιν' ἀπόκινον Ar. Equ. 20; εὑρίσκουσι σφίσιν ἐοῦσαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἔχϑρης, sie machen ausfindig, bringen heraus, daß, Her. 1, 5; ξυμμάχους Plat. Legg. VI, 754 b; φάρμακον Phaedr. 230 c; σωτηρίαν τῷ ἀνϑρώπῳ Prot. 321 d, u. sonst, bes. oft in Vbdgn wie εἰ εὕρηκεν ἢ μεμάϑηκεν Lach. 186 c; ἢν τῷ σφενδονᾶν ἐϑέλοντι ἀτέλειαν εὑρίσκωμεν Xen. An. 3, 3, 18, u. sonst; – erwerben, erlangen, δόξαν Pind. P. 2, 64; πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Ol. 7, 89; οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος Eur. Bacch. 972; häufiger im med., sich verschaffen, erwerben (s. auch oben a), εἴ τιν' ἑταίροισιν ϑανάτου λύσιν ἠδ' ἐμοὶ αὐτῷ εὑροίμην Od. 9, 422; εὑρίσκοντο ϑεῶν παλάμαις τιμάν Pind. P. 1, 48; κλέος εὑρέσϑαι 3, 114; αὐτὸς μοῖραν εὕρετ' ἀσφαλῆ Aesch. Ag. 1570; καὶ ταῦτα πάντα σοῦ ϑανόντος εὑρόμην Soph. Ai. 1002; εὕρετο πᾶν ἄν Ar. Ach. 640; oft in Prosa, τιμωρίην Her. 3, 148; παρὰ δέ σφι εὕροντο ἑστάναι, sie erlangten es von ihm, 9, 28; εὑρίσκεσϑαι, ἤν τι δύνωνται, ἀγαϑόν Xen. An. 2, 1, 8; 7, 1, 31; ὠφέλειαν ἀπό τινος Thuc. 1, 31; ἄδειαν εὑρόμενος, nachdem er Schutz für sich erlangt hatte, Andoc. 1, 15; ἀτέλειαν, δωρεάς, Dem. 20, 1. 15; οὔτε μακρὸν οὔτε μέγα εὑρημέναι 19, 17; μηδενὶ ἐξέστω ἔτι Ἀϑηναίῳ γίγνεσϑαι μὴ εὑρομένῳ παρὰ τοῠ δήμου τῶν Αϑ., wenn er sich nicht die Erlaubniß dazu vom Volke verschafft hat, 59, 104, im Psephisma; ὠφέλειαν Arr. An. 2, 15, 4. – c) von Waaren, einen Käufer finden, Geld einbringen, Her. ὅκως εὑροῠσα πολλὸν (ἀργύριον) πρηϑείη, d. i. für viel Geld, 1, 195; ἄλλα χρήματα ἃ εὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα Xen. Hell. 3, 4, 24, die mehr als 70 Talente einbrachten; οἰκία εὑρίσκουσα διςχιλίας Is. 8, 35; Pol. 31, 7, 12; ähnl. absolut, οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀπεδίδοτο, ἀλλὰ τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος Aesch. 1, 96, wie Xen. ὅταν τις οἰκέτην ἀποδιδῶται τοῠ εὑρόντος Mem. 2, 2, 5, d. i. um jeden Preis; τὸ ἀργύριον εὑρόν das eingekommene Geld, Inscr. 93.
-
3 ἐρημία
ἐρημία, ἡ, Einöde, einsamer Ort, Wüstenei, ἄβατος Aesch. Prom. 2; Eur. Cycl. 622; Σκυϑῶν Ar. Ach. 704 Lys. 788; Einsamkeit, Verlassenheit, Hülflosigkeit, ἐρημία με σμικρὸν τίϑησι Soph. O. C. 961; ἐρημίαν ἄγειν, ἔχειν, einsam, verlassen sein, Eur. Med. 50 Bacch. 609; ἐρημίᾳ δοῦναι, verwüsten, Tr. 95; vom Verwais'ten, Hülflosen, Is. 1, 3. 2, 12. 13; δι' ἐρημίαν ἄλλοις προςιόντες Thuc. 1, 71, vgl. 3, 67; νῆσος ἀτριβὴς πᾶσα ὑπ' ἐρημίας 4, 8; ἐν ἀνδρῶν ἐρημίᾳ, Mangel an Menschen, 6, 102, wie Plat. Legg. III, 694 e; νέων I, 635 a; φίλων Phaedr. 232 d, wie Xen. Mem. 2, 2, 14; λύχνων Ar. Av. 1484; ἡδομένα βροτῶν ἐρημίαις Eur. Bacch. 875; διὰ πενίαν καὶ ἐρημίαν τοῠ δεσπότου Plat. Rep. VI, 495 e; ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὑρω μολών, Freiheit von Unglück, Eur. Herc. f. 1017; τῆς τῶν ἐναντιωσομένων ἐρημίας ἀπολαύων, sich die Abwesenheit der Gegner zu Nutze machend, Dem. 13, 19; – ἡ ἀπ' ἀλλήλων ἐρημία Ael. H. A. 1, 46, vgl. 6, 44.
-
4 ἐρημία
ἐρημία, ἡ, Einöde, einsamer Ort, Wüstenei; Einsamkeit, Verlassenheit, Hilflosigkeit; ἐρημίαν ἄγειν, ἔχειν, einsam, verlassen sein; ἐρημίᾳ δοῦναι, verwüsten; vom Verwaisten, Hilflosen; ἐν ἀνδρῶν ἐρημίᾳ, Mangel an Menschen; ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὑρω μολών, Freiheit von Unglück; τῆς τῶν ἐναντιωσομένων ἐρημίας ἀπολαύων, sich die Abwesenheit der Gegner zu Nutze machend
См. также в других словарях:
ευρω- — α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό ανήκει ή έχει σχέση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) ή, γενικότερα με την Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < euro (πρβλ. euro dollar «ευρω δολάριο») < Europe < ευρώπη. Συνθ.… … Dictionary of Greek
ευρώ — Ονομασία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1999 με την τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης (ΟΝΕ) των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κυκλοφορία του ε. ως ενιαίου νομίσματος με τη… … Dictionary of Greek
ευρώ — το άκλ., το κοινό νόμισμα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εὔρῳ — Εὔ̱ρῳ , Εὖρος the East wind masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔρῳ — ἐύρρους masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὕρω — εὑρίσκω find aor ind mid 2nd sg εὑρίσκω find aor subj act 1st sg εὑρίσκω find aor subj act 1st sg εὑρίσκω find aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔρωι — εὔρῳ , ἐύρρους masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Nom de l'euro — Noms et divisions nationales de l euro Article principal : Euro. Sommaire 1 Nom de l’euro 2 Symboles et abréviations de l’euro 3 Divisions de l’euro et arrondis … Wikipédia en Français