Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὑρησῐ-επής

См. также в других словарях:

  • ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής …   Dictionary of Greek

  • ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • ευρησιεπής — εὑρησιεπής και εὑρεσιεπής, ές (Α) 1. αυτός που εφευρίσκει, που επινοεί έπη, λέξεις, έμπειρος στη χρήση λέξεων, ευφραδής 2. (με κακή σημ.) φλύαρος, γεμάτος σοφιστείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω) + επής (< έπος), σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»