-
1 ἐνναέτης
ἐννᾰ-έτης (A), ες,A nine years old, Theoc.26.29: [dialect] Ep. neut. εἰνάετες, as Adv., for nine years, Hes.Th. 801:—fem. [suff] ἐννᾰ-έτις, poet. [pref] εἰν-, AP7.643 (Crin.).------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνναέτης
-
2 ἐπαινέτης
A praiser, commender, Hp.Acut.6, Th.2.41, Pl.R. 366e, Timocl. 8.9, etc.:—fem. [suff] ἐπαιν-έτις, ιδος, φιλοσοφία -έτις παμβασιλείας Them.Or. 18.219d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαινέτης
-
3 δωδεκέτης
A twelve years old, Call.Epigr.21 ( δωδεκένη Meineke), Plu.Aem.35:—in form [full] δωδεχέτης, IG4.51 ([place name] Aegina), Annuario 4/5.467 (Halic., iv B.C.):—fem. [suff] δωδεκ-έτις, ιδος, AP11.70 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκέτης
-
4 εἰκοσαετής
A of twenty years,παῖς Hdt.1.136
;χρόνος Plu.2.113d
, Wilcken Chr. 41 iii 21 (iii A.D.):—better [full] εἰκοσιετής, fem. - ετίς, Pl.R. 460e, D.C. 55.9;ϝικατιϝέτιες IG7.3068
(Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσαετής
-
5 εἰκοσέτης
A = εἰκοσαετής, BMus.Inscr.2.390 (Cypr.):—fem. [suff] εἰκος-ετίς, ίδος, ἡ, AP 7.166 (Diosc. or Nicarch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοσέτης
-
6 εὐγενέτης
εὐγεν-έτης, ον, [dialect] Dor. - έτας, ὁ, = sq., used by E. in lyr., Ion 1060, al., cf. Tim.Pers. 219, AP12.195 (Strat.):—fem. [suff] εὐγεν-έτειρα, ib.9.788, IG14.192 ([place name] Syracuse); also[suff] εὐγεν-έτις, prob. in IG 5(1).259 ([place name] Sparta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγενέτης
-
7 κυνηγέτης
A huntsman, Od.9.120, E.HF 860 (troch.), Hec. 1174, Pl.R. 432b, X.Cyn.6.11, al., OGI20 (iii B.C.); in pl. of certain δαίμονες, Pl.Com.174.16, SIG1040.9 (Piraeus, iv B.C.): metaph., of one who seeks fame, Pi.l.c.:—fem. [suff] κῠνηγ-έτις, [dialect] Dor. [suff] κῠνηγ-ᾱγέτις, ιδος, huntress, Ach.Tat.8.12; epith. of Artemis, Corn.ND34: as Adj.,κ. αἰγανέα AP6.115
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνηγέτης
-
8 κυνηγέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνηγέτις
-
9 μουνοέτις
μουνο-έτις, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουνοέτις
-
10 παρευνέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρευνέτις
-
11 προκαθηγέτης
A leader, epith. of gods, as Pan, IG5(2).93 ([place name] Tegea); Hermes, BSA 16.107 ([place name] Pisidia); Apollo, Epigr.Gr.1023.5 ([place name] Talmis): fem. [suff] προκαθηγ-έτις, ιδος, epith. of Athena, CIG 4332 ([place name] Phaselis); ἀθανάτων π. prob. in Epic. Alex. Adesp.9 ii 17; [dialect] Dor. [suff] προκαθηγ-ᾱγέτις Mesom.Mus.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαθηγέτης
-
12 στρατηγέτης
στρᾰτηγ-έτης, ου, ὁ,= στρατηγός, SIG 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.Philopatr.9; Cret. σταρταγέτας (q.v.): fem. [suff] στρᾰτηγ-έτις, ιδος, Tz.H. 12.967.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατηγέτης
-
13 συνευνέτης
A bed-fellow, consort, E.Med. 240, Hipp. 416 (pl.), etc.; [dialect] Dor. [full] ξυνευνέτας Supp.Epigr.7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. [suff] συνευν-έτις, ιδος, ἡ, wife or concubine, E.Andr. 908, APl.4.182.8 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνευνέτης
-
14 τεσσαρεσκαιδεκαέτης
A = τεσσαρεσκαιδεκέτης, Sammelb. 7440.28 (ii A.D.); as fem.,ἡλικία Ph.1.45
: fem. [suff] τεσσᾰρεσκαιδεκα-έτις, ιδος, ἡλικία Gal.6.60
, 165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρεσκαιδεκαέτης
-
15 τρεισκαιδεκαέτης
τρεισκαιδεκα-έτης,, ες,A thirteen years old, Is.12.10, Poll.1.55, PSI8.940.29 (iii A. D.): fem. [suff] τρεισκαιδεκα-έτις, Phleg.Fr.36.6J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεισκαιδεκαέτης
-
16 τριέτης
A of or for three years,τριέτεα χρόνον Hdt.1.199
;τ. φορά IG42(1).121.9
(Epid., iv B. C.);πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος Theoc.29.17
, cf. BCH48.518 ([place name] Palestine);τ. προθεσμία Pl.Lg. 954d
(in 793d τρι' ἔτη is restored by Bekker): τρίετες as Adv., for three years, Od.2.106, 13.377.2 three years old, ;παιδίον Artem. 4.39
: τρίετες, τό, the age of three years, , cf. Arist.HA 545b3:—fem. [suff] τρῐετ-έτις, Supp.Epigr.6.125 ([place name] Cotiaeum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριέτης
-
17 φιλαγρέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαγρέτις
-
18 ἀναιρέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναιρέτις
-
19 ἀφαιρέτις
A one that takes away,Μοῖραι ἀ. θνητοῖσιν ἀνάγκης Orph.H.59.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφαιρέτις
-
20 ἐννεακαιδεκέτης
ἐννεᾰκαιδεκ-έτης, ες,A = ἐννεακαιδεκαέτης, poet. gen.- τευς AP7.11
(Asclep.), 9.190:—fem. [suff] ἐννεᾰκαιδεκ-έτις, IG3.1370: written- δεχέτις Epigr.Gr.205
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεακαιδεκέτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οκταέτης — έτις, άετες (Α ὀκταέτης, έτις, άετες) βλ. οκταετής … Dictionary of Greek
μουνοέτις — μουνοέτις, ιδος, ἡ (Α) ιων. τ. αυτή που έχει ηλικία ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος + έτις (θηλ. τού έτης < ἔτος), πρβλ. εννα έτις, επτα έτις] … Dictionary of Greek
Οπτιλλέτις — Όπτιλλέτις και Όπτιλέτις και Ὀπτιλῑτις, ἡ (Α) προσωνυμία τής Αθηνάς στη Λακεδαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτίλ(λ)ος «μάτι» + επίθημα έτις (πρβλ. οφειλ έτις). Ο τ. Ὀπτιλῖτις < ὀπτίλος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. πολ ίτις)] … Dictionary of Greek
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
εικοσαετής — ές (Α εἰκοσαετής, ές και εἰκοσαέτης, ές και εἰκοσιετής, θηλ. ετίς και έτις) 1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι ετών 2. αυτός που διαρκεί είκοσι χρόνια … Dictionary of Greek
κυαναυγέτις — κυαναυγέτις, ιδος, ἡ (Α) κυαναυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυαναυγής + θηλ. επίθημα έτις (πρβλ. κυνηγ έτις] … Dictionary of Greek
οκταετής — και οχταετής, ές και οκταέτης, άετες, θηλ. και έτις (Α ὀκταετής, ές και ὀκταέτης, άετες, θηλ. και έτις) 1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές») 2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῡν ἐπίγαμος, ἡ δὲ… … Dictionary of Greek
παρευνέτις — ιδος, ἡ, Α αυτή που κοιμάται δίπλα σε κάποιον, σύνευνος, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρευνος + επίθημα έτις (πρβλ. ευν έτις)] … Dictionary of Greek
συνευνέτης — ὁ, θηλ. συνευνέτις, ιδος, Α σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα έτης/ έτις (πρβλ. παρευν έτις)] … Dictionary of Greek
αναιρέτης — ἀναιρέτης, ο (θηλ. έτις) (ΑΜ) [ἀναιρῶ] αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς … Dictionary of Greek
λαμπραυγής — ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, ιδος (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκ αυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)] … Dictionary of Greek