Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὑκτά

См. также в других словарях:

  • εὐκτά — εὐκτός wished for neut nom/voc/acc pl εὐκτά̱ , εὐκτός wished for fem nom/voc/acc dual εὐκτά̱ , εὐκτός wished for fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτάς — εὐκτά̱ς , εὐκτός wished for fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκτός — ή, ό (ΑΜ εὐκτός, ή, όν) [εὔχομαι] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να ευχηθεί, να επιθυμήσει κάποιος, ο επιθυμητός («τὰ εὐκτὰ παρὰ τῶν θεῶν ᾐτησάμην», Σοφ.) 2. αυτός που αξίζει να επιθυμήσει κάποιος, ο ποθητός («εὐκτὸν ἀνθρώποισι», Ευρ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»