-
1 ααγης
-
2 ακραγης
-
3 εναγης
2[ἄγος]1) отягощенный тяжелым преступлением, пораженный проклятием(τοὺς ἐναγέας ἐπιλέγειν τινάς Her.; ἐ. καὴ ἀλιτήριος τῆς θεοῦ Thuc.; ἐ. καὴ μιαρός Plut.)
ἐ. ἔστω τοῦ Ἀπόλλωνος καὴ τῆς Ἀρτέμιδος Aeschin. — да поразит его проклятие Аполлона и Артемиды2) приносимый по обету(θεοῖς ἐναγέα τέλεα Aesch.)
3) связавший себя клятвой(φίλος Soph.)
-
4 ευαγης
I2[ἅγος]1) чистый, ясный(κόσμος λαμπρότητι εὐαγέστατος Arst. - v. l. εὐαυγέστατος)
λευκῆς χιόνος εὐαγεῖς βολαῖ Eur. — чистые хлопья белого снега;ἀέρος τὸ εὐαγέστατον Plat. — самый чистый вид воздуха2) ясный, понятныйεὐαγέστερον γίγνεσθαι Plat. — становиться более ясным, понятным
3) (v. l. εὐαυγής) ясно видимый, хорошо заметный или с которого открывается широкий вид(πύργος Eur.)
ἕδρα παντὸς εὐ. στρατοῦ Aesch. — место, откуда видно было все войско4) свободный от пороков, непорочный, негреховный, т.е. дозволенный(εὐαγές ἐστί τι Soph. и ποιεῖν τι Dem., Arst. ap. Plut.)
5) чистый, угодный богам(ἀνάθημα Plat.; ὕμνοι Anth.)
6) благодатный, очищающий(λύσις Soph.)
7) благоприятныйII2[ἄγω] подвижной, резвый, проворный(μέλισσαι Anth.)
-
5 κυματοαγης
-
6 παναγης
-
7 περιαγης
21) сломанный на куски(αἰγανέαι Anth.)
2) изогнутый(τρύπανον Anth.)
3) выгнутый, выпуклый(κάτοπτρον Plut.)
См. также в других словарях:
αγής — Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. Βλ. λ. Άγις. * * * ἀγής, ές (Α) [ἄγος] 1. (αμφίβολος τύπος στον Ιππώνακτα) ένοχος, επικατάρατος 2. (με καλή σημασία) αγνός, ιερός … Dictionary of Greek
ἁγής — ἁ̱γής , ἁγής guilty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγης — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγῆς — ἀγάω pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀγάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀγάζω exalt overmuch fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱γῆς , ἀγή breakage fem gen sg (attic epic ionic) ἀγή 2 fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄγης — Ἄγις fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγης — ἄγη wonder fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱γης , ἄγνυμι break aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγῃς — ἄγη wonder fem dat pl (epic) ἄγω lead pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤγης — ἄγης , ἄγη wonder fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἄ̱γης , ἀγάω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἄγης , ἀγάω pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγής — (I) παναγής, ές (ΑΜ) αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ αγής]. (II) παναγής, ές (Α) πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγής (< ἄγος… … Dictionary of Greek
ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… … Dictionary of Greek
σκελεαγής — ές, Α 1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές το κάταγμα τού σκέλους, σκελοκοπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι αγής] … Dictionary of Greek