-
1 κυματοαγης
См. также в других словарях:
κυματοαγής — κυματοαγής, ές (Α) αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το κύμα («δεινοὶ κυματοαγεῑς ἆται», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + αγής (< ἀγή «σπάσιμο» < ἄγνυμι «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
κυματοαγεῖς — κῡματοᾱγεῖς , κυματοαγής breaking like waves masc/fem acc pl κῡματοᾱγεῖς , κυματοαγής breaking like waves masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek