-
1 περιαγης
21) сломанный на куски(αἰγανέαι Anth.)
2) изогнутый(τρύπανον Anth.)
3) выгнутый, выпуклый(κάτοπτρον Plut.)
См. также в других словарях:
σκελεαγής — ές, Α 1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές το κάταγμα τού σκέλους, σκελοκοπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι αγής] … Dictionary of Greek