-
1 εὐ-όργητος
εὐ-όργητος, 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος, Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισϑείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.
-
2 δυς-όργητος
δυς-όργητος, jähzornig, sehr zornig, Babr. 11, 12; adv., Dion. Hal. 6, 47. 7, 31.
-
3 θε-όργητος
θε-όργητος, Erkl. von ϑεομανής, Schol. Aesch. Spt. 659.
-
4 ἀπ-όργητος
ἀπ-όργητος, dasselbe.
-
5 ἀ-όργητος
-
6 ἀν-όργητος
ἀν-όργητος, nach Möris schlechtere Form für ἄνοργος, s. B. A. 3.
-
7 ἀόργητος
-
8 ἀποργής
ἀπ-οργής, ἀπ-όργητος, zornlos, sanft; abgeärgert -
9 ἀπόργητος
ἀπ-οργής, ἀπ-όργητος, zornlos, sanft; abgeärgert -
10 δυςόργητος
δυς-όργητος, jähzornig, sehr zornig -
11 εὐόργητος
εὐ-όργητος, (1) von guter Sinnesart, wohlgesinnt. (2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος. Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισϑείς, leidenschaftslos
См. также в других словарях:
ευόργητος — η, ο (Α εὐόργητος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος») αρχ. 1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον η ευοργησία, η πραότητα. επίρρ … Dictionary of Greek
θεόργητος — θεόργητος, ον (Α) θεομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όργητος (< οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυ όργητος, δυσ όργητος] … Dictionary of Greek
αόργητος — ἀόργητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί 2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + οργητος, εκτεταμένος τ. του οργος (< οργή), κατά το άνοος ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek