-
1 δυς-όργητος
δυς-όργητος, jähzornig, sehr zornig, Babr. 11, 12; adv., Dion. Hal. 6, 47. 7, 31.
-
2 δυςόργητος
δυς-όργητος, jähzornig, sehr zornig
1 δυς-όργητος
δυς-όργητος, jähzornig, sehr zornig, Babr. 11, 12; adv., Dion. Hal. 6, 47. 7, 31.
2 δυςόργητος