-
1 τακτώς
-
2 τακτῶς
-
3 εὔ-τακτος
εὔ-τακτος, wohl geordnet, dem ἄτακτος entgegengesetzt, bes. vom Heere, κέρας Aesch. Pers. 391; Ar. Vesp. 424; εὔτακτοι παρὰ ταῖς ναυσὶ μένοντες, in guter Ordnung, Thuc. 2, 89; πόλις Ar. Av. 829; die Ordnung beobachtend, ordentlich, gehorsam. εὐτακτοτέρους καὶ εὐπειϑεστέρους ποιεῖ Xen. Mem. 3, 5, 5; πορεία Thuc. 7, 77; πράξεις Hdn. 6, 1, 8; geziemend, σιωπή Posid. Ath. IV, 153 c; γυνὴ εὔτ. τὸν βίον, sittsam, Plut. amat. 2. – Adv. εὐ-τάκτως, βαδίζειν ἐν ταῖς ὁδοῖς εὐτ. Ar. Nubb. 964; ἕπεσϑαιΧ. Xen. Cyr. 3, 3, 57; gehorsam, ποιεῖν τὸ παραγγελλόμενον An. 6, 6, 35; πείϑεσϑαι Mem. 3, 5, 18; ἐσϑίειν Ael. N. A. 3, 39.
-
4 ατακτως
1) в беспорядке, беспорядочной толпой(προσπίπτειν τινί Thuc.)
2) беспорядочно, беспутно(ζῆν Isocr.; δι ημερεύειν Plut.)
-
5 ευτακτως
1) в строгом или установленном порядке(βαδίζειν Arph.; ἐκπλῆσαι τὸν τοῦ βίου χρόνον Plut.)
τὸ παραγγελλόμενον εὐ. ποιεῖν Xen. — точно выполнить приказание2) сдержанно, умеренно(πολιτεύεσθαι Plut.)
-
6 τακτός
A ordered, prescribed,τακτόν τι παρὰ τοῦ Κύρου παραγγέλλων X.Cyr.8.3.28
; τ. ἀργύριον a fixed or stated sum, Th.4.65;τ. χρήματα Pl.Lg. 746a
; σῖτος τ. a fixed quantity of corn, Th.4.16;τ. τροφὴν λαμβάνειν Pl.Lg. 909c
, cf. Alex.141.6; δίκαι τ. fixed penalties, Pl.Lg. 632b; ἐκφόριον τ. a fixed rent, PPetr.3p.250 (iii B.C.); τ. ὁδός a prescribed way, D.23.72;ἐν τ. ἡμέραις βουλεύεσθαι Aeschin.2.109
;ἐπὶ τὰ τ. ἔτη πέντε POxy.101.10
(ii A.D.); κατά τινας χρόνους τ. Arist.HA 599b4. Adv. τακτῶς v.l. in Plot.3.1.2.
См. также в других словарях:
τακτῶς — τακτός ordered adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτός — ή, ό / τακτός, ή, όν, ΝΑ [τάσσω] ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.) αρχ. φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ… … Dictionary of Greek