-
1 προ-ευ-τρεπίζω
προ-ευ-τρεπίζω, vorher wohl zurechtmachen, Sp.
-
2 παρ-ευ-τρεπίζω
παρ-ευ-τρεπίζω, gut einrichten; παρευτρεπίζετε τἄνδον, Eur. I. T. 725; παρευτρέπισται, Cycl. 590; Sp., auch im med., παρευτρεπίσασϑαι τὰ κατὰ τὴν Ἰλλυρίδα, Pol. 5, 108, 4.
-
3 κατ-ευ-τρεπίζω
κατ-ευ-τρεπίζω, zurecht machen, in Ordnung bringen; Ar. Eccl. 510; Xen. Cyr. 8, 6, 8.
-
4 εὐ-τρεπίζω
εὐ-τρεπίζω, vor-, zubereiten, bereit machen, halten, ξίφος πᾶς τις εὐτρεπιζέτω Aesch. Ag. 1636; φάσγανον Eur. Or. 951; ὑμέναιον I. A. 437; ἃ χρή I. T. 470; χέρνιβες πάρεισιν ηὐτρεπισμέναι I. A. 1111; ὅσ' ἐστὶν ἔνδον ηὐτρεπισμένα Ar. Plut. 626; τὰς πόλεις Dem. 1, 13, wie τὰς νήσους καὶ πόλεις τοῖς Ἀϑηναίοις Xen. Hell. 4, 8, 12; τὰ τείχη, wiederherstellen, ib. 2, 2, 4; Folgde. – Das med. in derselben Bdtg, mit näherer Beziehung auf das subj., τὰς προςβολὰς ηὐτρεπίζοντο, sie rüsteten sich zum Angriff, Thuc. 2, 18; vgl. 4, 123; τὰς πόλεις, für sich gewinnen, Xen. Hell. 4, 8, 6; τὴν ἑαυτοῦ τάξιν ἕκαστος εὐτρεπισάμενος Cyr. 6, 2, 41; vgl. Dem. 23, 189; Pol. 5, 5, 12 u. Sp.; – εὐτρεπιστέον, Hel. 4, 15.
-
5 δι-ευ-τρεπίζω
δι-ευ-τρεπίζω, wohl in Stand setzen; στρατείαν Suid. v. Σεμίραμις.
-
6 ἐξ-ευ-τρεπίζω
ἐξ-ευ-τρεπίζω, verstärktes εὐτρεπίζω, Eur. El. 75.
-
7 ευτρεπιζω
1) приводить в состояние готовности, приготовлять, устраивать(ἃ χρή Eur.; πάντα Dem.; med. τὰ περὴ σφᾶς αὐτούς Thuc.)
τὰς προσβολὰς εὐτρεπίζεσθαι Thuc. — готовиться к штурму2) держать наготове(ξίφος Aesch.; φάσγανον Eur.)
3) приводить в порядок(τὰ τείχη, med. τέν ἑαυτοῦ τάξιν Xen.)
4) привлекать, (политически или экономически) связывать(τὰς παρὰ θάλατταν πόλεις Ἀθηναίοις Xen.)
; med. подчинять своему влиянию(τὰς καθ΄ Ἑλλήσποντον πόλεις Xen.)
5) оснащать -
8 κατευτρεπίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευτρεπίζω
-
9 προευτρεπίζω
A adjust, make ready before,παρασκευήν Iamb.Comm.Math.15
; prepare,τινὰ ἐπὶ τὸ ἀγαθόν Id.Protr.1
;ἕδραν τῷ φωτί Id.Myst.3.14
;τι τῇ ζητήσει Hero Deff.136.13
:—[voice] Med., J.AJ20.4.2; προευτρεπισμένος τι having it ready, Hld.7.24:—[voice] Pass., [tense] aor.1 part., Ph.1.212; moved before,J.
AJ20.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προευτρεπίζω
-
10 ἐξευτρεπίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξευτρεπίζω
-
11 διευτρεπίζω
-
12 εὐτρεπίζω
εὐ-τρεπίζω, vor-, zubereiten, bereit machen, halten; τὰ τείχη, wiederherstellen; mit näherer Beziehung auf das subj., τὰς προςβολὰς ηὐτρεπίζοντο, sie rüsteten sich zum Angriff; τὰς πόλεις, für sich gewinnen -
13 κατευτρεπίζω
κατ-ευ-τρεπίζω, zurecht machen, in Ordnung bringen -
14 παρευτρεπίζω
-
15 προευτρεπίζω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский