-
1 σθενής
σθεν-ής· ἰσχυρός, κρατερός, Hsch. -
2 πυρο-σθενής
πυρο-σθενής, ές, feuermächtig (?).
-
3 περι-σθενής
περι-σθενής, ές, übermächtig, sehr stark, Pind. N. 3, 16.
-
4 παν-σθενής
παν-σθενής, ές, allkräftig, allgewaltig, Sp., VLL.
-
5 παν-α-σθενής
παν-α-σθενής, ές, ganz schwach (?).
-
6 παν-ευ-σθενής
παν-ευ-σθενής, ές, sehr stark, Sp.
-
7 πολυ-σθενής
πολυ-σθενής, ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.
-
8 ταὐτο-σθενής
ταὐτο-σθενής, ές, von derselben Stärke, Sp.
-
9 καλλι-σθενής
καλλι-σθενής, ές, schönkräftig.
-
10 εὐρυ-σθενής
εὐρυ-σθενής ές, weit u. breit kräftig, gewaltig, sehr mächtig, Poseidon, Il. 7, 455. 8, 201 Od. 13, 140, wie Pind. Ol. 13, 77; Apollon, 2, 18; Telamon, N. 3, 33, u. ä. auch Ἱμέρα, Ol. 12, 2; πλοῠτος, ἀρεταί, P. 5, 1 Ol. 4, 11.
-
11 εὐ-σθενής
εὐ-σθενής, ές, ep. ἐϋσϑενής, Qu. Sm. 14, 633, stark, kräftig, frisch u. gesund, Theophr. u. Sp.; Luc. Philop. 28 hat den unregelmäßigen superlat. εὐσϑενώτατος. – Adv., Philo u. a. Sp.
-
12 μεγα-σθενής
-
13 μεγαλο-σθενής
μεγαλο-σθενής, ές, von großer Stärke; Ἥρα, Pind. N. 7, 2, Πηλείδης, P. 6, 21, Poseidon, Hom. ep. 6, 1.
-
14 δορυ-σθενής
δορυ-σθενής, ές, = δορισϑενής, Aesch. Ch. 158; H. h. Mart. 3.
-
15 λιπο-σθενής
λιπο-σθενής, ές, von Kraft verlassen, kraftlos, Nonn. D. 14, 101.
-
16 ἀ-σθενής
ἀ-σθενής, ές (σϑένος), kraftlos, schwach, χρώς Pind. P. 1, 55; Tragg. u. häufig in Prosa; unvermögend, arm, Ggstz πλούσιος Eur. Suppl. 433. 435; χρήμασι ἀσϑενέστεροι Her. 2. 88; καὶ πένητες Plat. Rep. II, 364 a; Πυϑαγόρας, Ἑλλήνων οὐκ ἀσϑενέστατος σοφιστής Her. 4, 95; καὶ ὀλίγοι Plat. Rep. IX, 571 b; der Ggstz ist gew. ἰσχυρός; auch niedrig, unbedeutend, Xen. Mem. 3, 7, 5; ἐν τῷ ἀσϑενεστάτῳ εἶναι, sehr geschwächt sein. Thuc. 3, 52; adv. ἀσϑενῶς, Plat.; διακεῖσϑαι Poll. 1, 19, 1.
-
17 ὀξυ-σθενής
ὀξυ-σθενής, ές, wahrscheinlich f. L. für ὀξυτενής, LXX.
-
18 ἀγα-σθενής
ἀγα-σθενής, ές, sehr stark, βασιλεῖς Ep. ad. 375 a (IX, 688); ἡρώων Opp. Cyn. 1, 3.
-
19 ἀει-σθενής
ἀει-σθενής, immer stark (?).
-
20 ὀλιγο-σθενής
ὀλιγο-σθενής, ές, von wenig Stärke, Schol. Opp. Hal. 1, 623.
См. также в других словарях:
σθενής — Α [σθένος] (κατά τον Ησύχ.) «ἰσχυρός, κρατερός» … Dictionary of Greek
ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη … Dictionary of Greek
θεοσθενής — θεοσθενής, ές (Μ) αυτός που παίρνει ισχύ από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ισο σθενής] … Dictionary of Greek
ισοσθενής — ές (ΑΜ ἰσοσθενής, ές) αυτός που έχει ίσο σθένος, ίση δύναμη, ο ισοδύναμος («πενίαν ἰσοσθενῆ πλούτῳ ποιεῑν», Δημόκρ.). επίρρ... ἰσοσθενῶς (Α) με ισοσθενή, ισοδύναμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγαλο σθενής, ολιγο… … Dictionary of Greek
μεγαλοσθενής — μεγαλοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, πολύ ισχυρός («δεῑξαι τῆς μεγαλοσθενοῡς αὐτοῡ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ευρυ σθενής] … Dictionary of Greek
μεγασθενής — (4ος αι. π.Χ.). Ιστοριογράφος. Ο βασιλιάς Σέλευκος ο Νικάτωρ τον έστειλε πρεσβευτή στον Ινδό βασιλιά Σανδρόκοττο. Ο Μ. έμεινε αρκετό καιρό στο παλάτι του τελευταίου στον Γάγγη και έγραψε ένα βιβλίο για τις Ινδίες, τα Ινδικά. Μία περίληψη των… … Dictionary of Greek
πυρισθενής — και πυροσθενής, ές, ΜΑ αυτός που είναι τόσο ισχυρός όσο και η φωτιά («πυρισθενής Διόνυσος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, μεγα σθενής] … Dictionary of Greek
ολιγοσθενής — ὀλιγοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. ευρυ σθενής] … Dictionary of Greek
ομοιοσθενής — ὁμοιοσθενής, ές (Μ) αυτός που έχει το ίδιο σθένος, δηλαδή την ίδια δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] … Dictionary of Greek
ομοσθενής — ὁμοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο σθένος την ίδια ισχύ, ίση δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] … Dictionary of Greek
πανσθενής — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) ή επί Μαξιμιανού (286 305), μαζί με άλλους τριάντα έξι μάρτυρες στη Βιζύη ή στη Φιλιππούπολη. Είναι γνωστοί ως οι τριάκοντα επτά μάρτυρες οι εν Βιζύη (AZ’). Η μνήμη του… … Dictionary of Greek