-
1 ταὐτο-σθενής
ταὐτο-σθενής, ές, von derselben Stärke, Sp.
-
2 ταὐτοσθενής
ταὐτο-σθενής, ές, von derselben Stärke
См. также в других словарях:
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek