-
41 ἀσθενής
ἀ|σθενής, ἐς немощный, слабый -
42 ασθένης
ἀ̱σθένης, ἀσθενέωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀσθενέωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
43 ἀσθένης
ἀ̱σθένης, ἀσθενέωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀσθενέωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
44 δορισθενής
δορι-σθενής, ές,A mighty with the spear, A.Ch. 158 ( δορυσθενής cod. [voice] Med., as in h.Hom.8.3);βασιλῆες AP9.475
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορισθενής
-
45 εὐρυσθενής
εὐρῠ-σθενής, ές,A of far-extended might, mighty, in Hom. always of Poseidon, Il.7.455, 8.201, Od.13.140; of Zeus, B.18.17; Apollo, Pi.I.2.18; Telamon, Id.N.3.36; Himera, Id.O. 12.2; ἀρεταί, πλοῦτος, ib.4.12, P.5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρυσθενής
-
46 λιποσθενής
λῐπο-σθενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποσθενής
-
47 μεγαλοσθενής
μεγᾰλο-σθενής, ές,A of great strength, Hom.Epigr.6, Pi.P.6.21, Corinn.2, LXX 3 Ma.5.13; epith. of Horus, Herm. ap. Stob.1.49.44; of Heracles, IG5(1).1119 ([place name] Geronthrae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοσθενής
-
48 μεγασθενής
μεγα-σθενής, ές,A = μεγαλοσθενής, Γαιάοχος, Λοξίας, Pi.O.1.25, A. Eu.61;Τιτυός A.R.1.181
; alsoμ. χρυσός Pi.I.5(4).2
; , cf. Trag. ap. PGrenf.2.1 (b).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγασθενής
-
49 πολυσθενής
πολυ-σθενής, ές,A of great might,νηῶν ὅπλον Epic.Alex.Adesp.9 ii 11
, cf. Luc.Trag.192, Q.S.2.205, al. [full] σῐνής, ές, ([etym.] σίνομαι) very hurtful, baneful, (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσθενής
-
50 πυρισθενής
πῠρι-σθενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρισθενής
-
51 ἀνισοσθενής
ἀνῐσο-σθενής, ές,A of unequal strength, Gal.5.415.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνισοσθενής
-
52 ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδο-σθενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπεδοσθενής
-
53 ὀλιγοσθενής
ὀλῐγο-σθενής, ές,A with little strength, Sch.Opp.H.1.623.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγοσθενής
-
54 ἐρισθενής
ἐρι - σθενής, έος ( σθένος): most mighty, all - powerful, epith. of Zeus, Il. 19.355, Od. 8.289.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρισθενής
-
55 εὐρυσθενής
εὐρυ - σθενής, ές ( σθένος): widely powerful, with far - reaching might, epith. of Poseidon, Od. 13.140. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐρυσθενής
-
56 ἀγασθενής
-
57 ἀεισθενής
-
58 ἀσθενής
ἀ-σθενής, kraftlos, schwach; unvermögend, arm; auch: niedrig, unbedeutend -
59 ἐμπεδοσθενής
ἐμ-πεδο-σθενής, βίοτος, von fester Kraft -
60 ἐρισθενής
ἐρι-σθενής, ές, u. ἐρι-σθενέτης, ὁ, sehr stark, sehr gewaltig, Beiwort des Zeus
См. также в других словарях:
σθενής — Α [σθένος] (κατά τον Ησύχ.) «ἰσχυρός, κρατερός» … Dictionary of Greek
ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη … Dictionary of Greek
θεοσθενής — θεοσθενής, ές (Μ) αυτός που παίρνει ισχύ από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ισο σθενής] … Dictionary of Greek
ισοσθενής — ές (ΑΜ ἰσοσθενής, ές) αυτός που έχει ίσο σθένος, ίση δύναμη, ο ισοδύναμος («πενίαν ἰσοσθενῆ πλούτῳ ποιεῑν», Δημόκρ.). επίρρ... ἰσοσθενῶς (Α) με ισοσθενή, ισοδύναμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγαλο σθενής, ολιγο… … Dictionary of Greek
μεγαλοσθενής — μεγαλοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, πολύ ισχυρός («δεῑξαι τῆς μεγαλοσθενοῡς αὐτοῡ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ευρυ σθενής] … Dictionary of Greek
μεγασθενής — (4ος αι. π.Χ.). Ιστοριογράφος. Ο βασιλιάς Σέλευκος ο Νικάτωρ τον έστειλε πρεσβευτή στον Ινδό βασιλιά Σανδρόκοττο. Ο Μ. έμεινε αρκετό καιρό στο παλάτι του τελευταίου στον Γάγγη και έγραψε ένα βιβλίο για τις Ινδίες, τα Ινδικά. Μία περίληψη των… … Dictionary of Greek
πυρισθενής — και πυροσθενής, ές, ΜΑ αυτός που είναι τόσο ισχυρός όσο και η φωτιά («πυρισθενής Διόνυσος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, μεγα σθενής] … Dictionary of Greek
ολιγοσθενής — ὀλιγοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. ευρυ σθενής] … Dictionary of Greek
ομοιοσθενής — ὁμοιοσθενής, ές (Μ) αυτός που έχει το ίδιο σθένος, δηλαδή την ίδια δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] … Dictionary of Greek
ομοσθενής — ὁμοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο σθένος την ίδια ισχύ, ίση δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] … Dictionary of Greek
πανσθενής — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) ή επί Μαξιμιανού (286 305), μαζί με άλλους τριάντα έξι μάρτυρες στη Βιζύη ή στη Φιλιππούπολη. Είναι γνωστοί ως οι τριάκοντα επτά μάρτυρες οι εν Βιζύη (AZ’). Η μνήμη του… … Dictionary of Greek