-
1 παρθενο-πρεπής
παρθενο-πρεπής, ές, für Jungfrauen sich passend, Eust.
-
2 παν-ευ-πρεπής
παν-ευ-πρεπής, ές, ganz wohlanständig, schicklich, Sp.
-
3 συμ-πρεπής
συμ-πρεπής, ές, geziemend, τύχῃ γυναικῶν ταῦτα συμπρεπῆ πέλει Aesch. Suppl. 453.
-
4 σωματο-πρεπής
σωματο-πρεπής, ές, für den Körper schicklich, ihm angemessen, Dionys. Areop., auch im adv.
-
5 σεμνο-πρεπής
σεμνο-πρεπής, ές, von würdigem, vornehmem Anstande, von Würde, Anstand im Aeußern, gravitätisch, anständig, geziemend, Sp., wie D. C. 42, 34 Hdn. 2, 10, 4.
-
6 φιλο-πρεπής
φιλο-πρεπής, ές, den Anstand liebend, beobachtend, adv. φιλοπρεπῶς, von Schäf. mel. 48 bezweifelt.
-
7 γρᾱο-πρεπής
γρᾱο-πρεπής, ές, alten Weibern anstehend, Iulian.
-
8 κτηνο-πρεπής
κτηνο-πρεπής, ές, dem Thiere geziemend, Sp.
-
9 γυναικο-πρεπής
γυναικο-πρεπής, ές, Weibern geziemend, Plut. Consol. Apoll. p. 318.
-
10 καινο-πρεπής
καινο-πρεπής, ές, neu aussehend, καινοπρεπῆ σχήματα, neu u. angemessen, Hermog.; adv., καινοπρεπεστέρως λέγειν Arist. Metaph. 1, 8, auf neue, ungewohnte Weise; Plut. de Alex. fort. 2, 1 tadelnd von Philipp ἦν ἐν τούτοις ὑπὸ ὀψιμαϑίας ἑαυτοῦ καινοπρεπέστερος, wie ein Neuling, der spät Etwas gelernt hat, war er unbeholfener od. empfindlicher als sonst.
-
11 καλλι-πρεπής
καλλι-πρεπής, ές, sich durch Schönheit auszeichnend, Sp.
-
12 κοσμο-πρεπής
κοσμο-πρεπής, ές, der Welt anständig, gemäß, Stob.
-
13 κομψο-πρεπής
κομψο-πρεπής, ές, von artigem, seinem Anstande, μοῦσα Ar. Nubb. 1030.
-
14 εὐ-πρεπής
εὐ-πρεπής, ές, wohlanständig, schicklich; κόσμος Aesch. Pers. 819; ἄνδρα (sc. ἐξελϑεῖν) εὐπρεπέστερόν ἐστι Ch. 653; οὐ γὰρ εὐπρεπὲς λέγειν Eur. Gr. 1145; mit Attraction, ἐμοὶ μέντοι ἐπισταμένῳ οὐκ εὐπρεπέστερός ἐστιν (sc. ὁ λόγος) λέγεσϑαι, es schickt sich nicht, daß ich sage, Her. 2, 47; νοσήματος ῥηϑῆναι οὐκ εὐπρεποῦς Isocr. 12, 267. Bes. von äußerem Ansehen, geschmückt, schön, stattlich; λαός Aesch. Spt. 89; μεγέϑει εὐπρεπεστάτη Pers. 180; γυνή, μορφή, Eur. I. A. 386. 822; Ar. Eccl. 427; γυνὴ εὐπρεπὴς ἰδεῖν Xen. Mem. 2, 1, 22; Ar. Ti. 192; εὐπρεπεστάτη τελευτή, ruhmvoll, Thuc. 2, 44; τὰ πηγαῖα ὕδατα κοσμοῦντες εὐπρεπέστερα ποιοῠσιν Plat. Legg. VI, 761 a; Folgde. Bes. was einen schönen Anschein hat, ohne gerade so zu sein, τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Thuc. 3, 38; vgl. Eur. Tr. 951; Plat. Polit. 296 a, was schön, glaubwürdig klingt; u. ä. εὐπρεπὴς αἰτία Thuc. 6, 76, δειλία 3, 82, Feigheit, die sich hinter einem schönen Namen verbirgt, wie μετ' ὀνόματος εὐπρεποῦς, unter anständigem Namen, ibid.; ἀπάτη 4, 86, u. ä. ἦν τοῦτο εὐπρεπὲς πρὸς τοὺς πλείους 8, 66; ἐκ τοῦ εὐπρεποῠς, dem Vorwande nach, 7, 57; im Ggstze zu ἀληϑής Luc. Syr. dea 16, vgl. εὐπρέπεια. – Adv. εὐπρεπῶς, geziemend, εἶπε Aesch. Ag. 602; ὡς εὐπρεπέστατα τιϑέναι Plat. Conv. 198 d; scheinbar, Thuc. 6, 6 u. öfter.
-
15 δυς-πρεπής
δυς-πρεπής, ές, unschicklich, Eur. Hel. 307.
-
16 μετα-πρεπής
μετα-πρεπής, ές, unter Andern hervorglänzend, ausgezeichnet, Ἡφαίστου δόμον μεταπρεπέ' ἀϑανάτοισιν, unter den Unsterblichen, Il. 18, 370.
-
17 νεαρο-πρεπής
νεαρο-πρεπής, ές, neu erscheinend, Aristid.
-
18 μικρο-πρεπής
μικρο-πρεπής, ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευϑέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
-
19 μεγαλο-πρεπής
μεγαλο-πρεπής, ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασϑαί τινι, Pol. 5, 70, 10.
-
20 ξενο-πρεπής
ξενο-πρεπής, ές, einem Fremden geziemend, fremd aussehend, D. Hal. de vi Dem. 34.
См. также в других словарях:
ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ηγεμονοπρεπής — ές αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, όνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, ευ πρεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
θεοπρεπής — ές (AM θεοπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε θεό, ο θεϊκός 2. θαυμάσιος, θαυμαστός («θέαμα σεμνὸν καὶ θεοπρεπές», Πλούτ.) επίρρ... θεοπρεπώς (AM θεοπρεπῶς) με θεοπρεπή τρόπο, με τρόπο που ταιριάζει σε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπής (<… … Dictionary of Greek
θηλυπρεπής — ές (Α θηλυπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει στις γυναίκες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα 2. μαλθακός, τρυφηλός 3. άτολμος, δειλός αρχ. 1. γυναικείος 2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» η διχόνοια. επίρρ... θηλυπρεπώς με τρόπο… … Dictionary of Greek
θηριοπρεπής — ές (Α θηριοπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει σε θηρίο. επίρρ... θηριοπρεπῶς (Α) με θηριοπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πρεπής (< πρέπω «φαίνομαι, ομοιάζω»), πρβλ. αξιο πρεπής, μεγαλο πρεπής] … Dictionary of Greek
ιεροπρεπής — ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή 2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος. επίρρ... ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς) με ιεροπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, μεγάλο… … Dictionary of Greek
καινοπρεπής — ές (Α καινοπρεπής, ές) αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα») αρχ. 1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά τού Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῡ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.) 2. το ουδ … Dictionary of Greek
καλλιπρεπής — καλλιπρεπής, ές (Α) αυτός που διαπρέπει με την ωραιότητά του, ο έξοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, ευ πρεπής] … Dictionary of Greek
κοινοπρεπής — κοινοπρεπής, ές (Μ) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση τού Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῡ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.). επίρρ... κοινοπρεπῶς (Α) με τρόπο που αρμόζει και στη… … Dictionary of Greek
κομψοπρεπής — ές (Α κομψοπρεπής, ές) ο κομψός στους τρόπους και στην εμφάνιση. επίρρ... κομψοπρεπώς κομψά, με κομψότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, αρχαιο πρεπής] … Dictionary of Greek
κοσμοπρεπής — κοσμοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στο σύμπαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. γυναικο πρεπής, δουλο πρεπής] … Dictionary of Greek