-
1 μεγαλοπρεπης
21) великолепный, пышный, роскошный(δεῖπνον Her.; ταφή Plat.; ἵππος Xen.)
; роскошный, щедрый(δωρεά Her.)
2) пышный, блестящий(λόγοι Plat.; δόξα NT.)
νεανικοὴ καὴ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. — полные юношеского пыла -
2 μεγαλοπρεπής
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc /fem nom sg -
3 μεγαλοπρεπής
μεγαλοπρεπής, ές (s. prec. entry; Hdt., Aristoph.+; ins, pap, LXX; En 32:3; Philo; Jos., Ant. 9, 182; 13, 242) magnificent, sublime, majestic, impressive δόξα 2 Pt 1:17; 1 Cl 9:2. κράτος θεοῦ 61:1. βούλησις θεοῦ 9:1. δωρεαὶ θεοῦ 19:2 (Diod S 3, 54, 6 δῶρα μεγαλοπρεπῆ). ἡ μ. θρησκεία τοῦ ὑψίστου the exalted/impressive worship of the Most High 45:7 (Appian, Bell. Civ. 5, 4 §15 τῇ θεῷ μεγαλοπρεπῶς ἔθυε; cp. the adj. Theopomp. 115: Fgm. 344, Jac. p. 607, 16). τὸ μ. καὶ ἅγιον ὄνομα Χριστοῦ 1 Cl 64 (cp. 2 Macc 8:15).—τὸ μ. τῆς φιλοξενίας ὑμῶν ἦθος the impressive character of your hospitality 1:2.—New Docs 2, 108f. DELG s.v. πρέπω. M-M. TW. Spicq.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μεγαλοπρεπής
-
4 μεγαλοπρεπής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεγαλοπρεπής
-
5 μεγαλοπρεπής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεγαλοπρεπής
-
6 μεγαλοπρεπής
-
7 μεγαλοπρεπής
великолепный, величественный, пышный, роскошный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεγαλοπρεπής
-
8 μεγαλοπρεπής
[мсгалопрепис] ас. величественныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεγαλοπρεπής
-
9 μεγαλοπρεπής
-ής,-ές + A 1-0-0-0-3=4 Dt 33,26; 2 Mc 8,15; 15,13; 3 Mc 2,9magnificent, gloriousCf. SPICQ 1978a, 543-547; →MM -
10 μεγαλοπρεπής
[мсгалопрепис] ас. величественный. -
11 μεγαλοπρεπής
μεγᾰλο-πρεπής, ές,A befitting a great man, magnificent,δεῖπνον μ. Hdt.5.18
;δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Id.6.122
; ; ;προαίρεσις Hyp. Epit.40
; πράξεις ib.1 ([comp] Comp.);δόξα 2 Ep.Pet.1.17
, etc.2 of persons, Pl.R. 487a, al., Arist.EN 1107b17;τὸ μ. X.Mem.3.10.5
; of a horse, Id.Eq.10.1 ([comp] Comp.): [comp] Sup., as honorific title, PGrenf.2.81 (a). 14 (v A. D.), etc.3 of style,μ. λόγοι Pl.Smp. 210d
; ; μεθιστάναι ἐπὶ τὸ -έστερον ib. 1423b12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοπρεπής
-
12 μεγαλοπρεπής
μεγαλο-πρεπής, ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend; auch von Sachen: prächtig, großartig -
13 μεγαλοπρεπής
majesticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεγαλοπρεπής
-
14 ulvi
μεγαλοπρεπής -
15 μεγαλοπρεπέστερον
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: adverbial compμεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc acc comp sgμεγαλοπρεπήςbefitting a great man: neut nom /voc /acc comp sg -
16 μεγαλοπρεπεστάτη
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
17 μεγαλοπρεπεστάτων
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: fem gen superl plμεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc /neut gen superl pl -
18 μεγαλοπρεπεστέραις
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: fem dat comp plμεγαλοπρεπεστέρᾱͅς, μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: fem dat comp pl (attic) -
19 μεγαλοπρεπεστέρων
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: fem gen comp plμεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc /neut gen comp pl -
20 μεγαλοπρεπεστέρως
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc acc comp pl (doric)μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: comp
См. также в других словарях:
μεγαλοπρεπής — befitting a great man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… … Dictionary of Greek
μεγαλοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και μεγαλόπρεπος, η, ο αυτός που έχει πολυτελή και επιβλητική εμφάνιση: Οι βασιλιάδες φορούσαν μεγαλοπρεπείς ενδυμασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
μεγαλοπρεπῆ — μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπέστερον — μεγαλοπρεπής befitting a great man adverbial comp μεγαλοπρεπής befitting a great man masc acc comp sg μεγαλοπρεπής befitting a great man neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκη — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
μεγαλοπρεπεστάτων — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen superl pl μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπεστέραις — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem dat comp pl μεγαλοπρεπεστέρᾱͅς , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπεστέρων — μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen comp pl μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)