-
1 καής
-
2 καῇς
-
3 κάης
-
4 κάῃς
-
5 πυρι-κᾱής
-
6 περι-καής
περι-καής, ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.
-
7 παγ-καής
παγ-καής, ές, Alles verbrennend, zw.
-
8 πολυ-κᾱής
-
9 εὐ-καής
-
10 δυς-καής
δυς-καής, ές, schwer od. schlecht brennend; ξύλα Plut. de pr. frigid. 16.
-
11 δια-καής
δια-καής, ές, durchglüht, sehr heiß; ἀὴρ ξηρὸς καὶ δ. Luc. Gymn. 16; Medic.; auch übertr., ζήλῳ δ., von Eifersucht, Luc. dom. 31. – Adv., διακαῶς ἐρᾶν, Alciphr. 3, 8.
-
12 ἀ-καής
ἀ-καής, ές, nicht verbrannt?
-
13 ἰπνο-καής
ἰπνο-καής, ές, im Ofen gebrannt, gebacken, Luc. Lexiph. 6. ^
-
14 ἡλιο-καής
ἡλιο-καής, ές, von der Sonne verbrannt; χρίεσϑαι τὸ ἡλιοκαές Luc. Lexiph. 2.
-
15 διακαης
-
16 δυσκαης
-
17 ηλιοκαης
-
18 ιπνοκαης
-
19 πολυκαης
-
20 πυρικαης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάης — ο 1. άνθρωπος με κακούργα ένστικτα, φθονερός, εγκληματίας, κακούργος 2. δειλός, φοβιτσιάρης 3. αβάπτιστο βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ον. Κάιν] … Dictionary of Greek
καῇς — καίω kindle aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάῃς — κά̱ῃς , καίω kindle pres subj act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαής — εὐκαής, ές (Α) αυτός που καίγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * καής (< καίω), πρβλ. δıa καής, περι καής] … Dictionary of Greek
ηλιοκαής — ές (Α ἡλιοκαής, ές) ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές είδος φαρμακευτικής σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καης (< καίω), πρβλ. δια καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
ιπνοκαής — ἰπνοκαής, ές (Α) ο ψημένος στον κλίβανο, στον φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καής (< καίω), πρβλ. ηλιο καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
νεοκαής — νεοκαής, ές (Μ) αυτός που κάηκε πρόσφατα, νεοκαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καής (< καίω), πρβλ. πυρι καής] … Dictionary of Greek
πολυκαής — ές, Α πολύ καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καής (< θ. καητού ε κάην, αόρ. τού καίω), πρβλ. δια καής] … Dictionary of Greek
πυρικαής — ές, Α 1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται 2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καής (< θ. καη , πρβλ. αόρ. ἐ κάη ν τού καίω), πρβλ. ηλιο καής] … Dictionary of Greek
ταχυκαής — ές, Ν αυτός που καίγεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + καής (< θ. καη τού καίω, πρβλ. αόρ. β ἐ κάην), πρβλ. βραδυ καής] … Dictionary of Greek
βραδυκαής — ές ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + καής < καίω (πρβλ. διακαής, ευκαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek