Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυ-κᾱής

См. также в других словарях:

  • πολυκαής — ές, Α πολύ καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καής (< θ. καητού ε κάην, αόρ. τού καίω), πρβλ. δια καής] …   Dictionary of Greek

  • πυρικαής — ές, Α 1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται 2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καής (< θ. καη , πρβλ. αόρ. ἐ κάη ν τού καίω), πρβλ. ηλιο καής] …   Dictionary of Greek

  • περικαής — ές, Α 1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῑρα», Ιπποκρ.) 2. φρ. «περικαὴς θερμότης» ανυπόφορη θερμότητα. επίρρ... περικαῶς Α (ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός» μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»