-
1 εὐ-κατά-στατος
εὐ-κατά-στατος, gut eingerichtet, feststehend, Tzetz.
-
2 δυς-κατά-στατος
δυς-κατά-στατος, schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.
-
3 νεο-κατά-στατος
νεο-κατά-στατος, neuerdings, eben erst eingesetzt, eingerichtet; Thuc. 3, 93 ἄνϑρωποι, neue Ansiedler; πόλις Poll. 9, 18.
-
4 ἀ-κατά-στατος
-
5 ὑπο-κατά-στατος
ὑπο-κατά-στατος, adj. verb. von ὑποκαϑίστημι, substituirt, erst Sp.
-
6 δυς-απο-κατά-στατος
δυς-απο-κατά-στατος, schwer wieder herzustellen; M. Ant. 11, 8; Galen.
-
7 ἀκατάστατος
ἀ-κατά-στατος, unstät, unruhig -
8 δυςαποκατάστατος
-
9 δυςκατάστατος
-
10 εὐκατάστατος
εὐ-κατά-στατος, gut eingerichtet, feststehend -
11 νεοκατάστατος
νεο-κατά-στατος, neuerdings, eben erst eingesetzt, eingerichtet; ἄνϑρωποι, neue Ansiedler -
12 ὑποκατάστατος
-
13 στάμνος
Grammatical information: m. f.Meaning: `big jar, esp. wine-jar' (IA.).Derivatives: Several diminutives: σταμν-ίον, - άριον n., - ίσκος m. (com., hell. a. late). Surname Σταμνίας m. (Ar.). Denom, verb σταμν-ίζω, only with κατα- and συν-, `to pour into a jar, to transfuse' (Thphr., Nic. a. o.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like ἐρυμνός (: ἔρυμα), λίμνη (: λιμήν) a. o. (Schwyzer 524 and Chantraine Form. 215 with unfounded doubt (?) regarding the IE etym.). So prob. from a noun *στᾶμα, *σταμήν v. t. `stand, standing place'; prop. "destined to stand, fit for" as opposed to a jug to be carried. Thus στάτος m. (substantivized from στατός) `big jug' (hell. inscr., H.), OHG stanta `jug to be put somewhere', Lith. statìnė `barrel, cask'. A zero grade μ-derivation is also supposed in σταμῖνες (s. v.); comparable formations in other languages are Toch. B stām, A ṣtām `tree' (beside which with the original meaning stäm- `stand' in inf. stam-atsi etc.), OHG stam, gen. stammes `stem', which may stand for PGm. * stamna- (IE * sth₂-mn-o-) (and so would be formally identical with στάμνος), but which may also be explained diff. (WP. 2, 606 f., Pok. 1008). -- Cf. στήμων. -- Alb. LW [loanword] shtâmbë, shtëmbë f. `bottle' (Mann Lang. 17, 23). - Furnée 227, 245 compares στάφος: possible but uncertain. A Pre-Greek word seems more probable to me: a standing thing is not typically a vase.Page in Frisk: 2,777Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάμνος
-
14 ιστημι
тж. med. (fut. στήσω - дор. στᾱσῶ, impf. ἵστην, aor. 1 ἔστησα - дор. ἔστᾱσα и στᾶσα, Anth. тж. ἕστᾰσα; conjct.: praes.- impf. ἱστῶ, aor. 2 στῶ; opt.: praes.- impf. ἱσταίην, aor. 2 σταίην; imper.: praes. ἵστη, aor. 2 στῆθι; praes.- impf. inf. ἱστάναι; part. praes.- impf. ἱστάς; med.: praes. ἵστᾰμαι, fut. στήσομαι, impf. ἱστάμην, aor. 1 ἐστησάμην, pf. ἕσταμαι; praes.- impf. conjct. ἱστῶμαι; praes.- impf. opt. ἱσταίμην; imper. praes. ἵστᾰσο; inf. praes.- impf. ἵστασθαι; part. praes.- impf. ἱστάμενος; pass.: fut. 1 σταθήσομαι, aor. 1 ἐστάθην; adj. verb. στατός; только для неперех. знач.: fut. 3 ἑστήξω и ἑστήξομαι, aor. 2 ἔστην - дор. ἔστᾱν, эп. στῆν, pf. ἕστηκα - дор. ἕστᾱκα, 1 л. pl. ἕστᾰμεν, ppf. ἑστήκειν и εἱστήκειν - 3 л. pl. ἑστήκεσαν и ἕστᾰσαν; conjct. ἑοτῶ, opt. ἑσταίην, imper. ἕστᾰθι - эол.-дор. στᾶθι, inf. ἑστάναι и ἑστηκέναι, part. ἑστώς, ῶσα, ώς ( или ός) и ἑστηκώς, υῖα, ός)1) ставить, расставлять(πελέκεας ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα, med. κρητῆρας Hom.)
2) ставить, укреплять, подпирать3) ставить, помещать размещать(πεζοὺς ἐξόπιθε Hom.; τὰς ἀγέλας πλησίον τινός Xen.; τὰ μὲν ἐκ δεξιῶν, τὰ δὲ ἐξ εὐωνύμων NT.)
τελευταίους στῆσαι τοὺς ἐπὴ πᾶσι Xen. — расположить резервы в тылу4) выставлять вперед, устремлять(λόγχας καθ΄ αὐτοῖν Soph.)
5) ставить, воздвигать(τρόπαιον Soph., Isocr., Plat., med. Xen., Arph.; ἀνδριάντα Her.; μνημεῖον ἀνδρείας τινὸς χάριν Arph.)
ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arst. — достойный, чтобы ему воздвигли медную статую;ἱστὸν στήσασθαι Hom. — водрузить мачту6) возводить, строить(τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Thuc.)
7) ставить на весы, взвешивать(χρυσοῦ δέκα τάλαντα Hom.; τὰ χρήματα ἀριθμεῖν, μετρεῖν καὴ ἱ. Xen.; μεγάλα βάρη Arst.)
ἐπὴ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν Plat. — прибегнуть к взвешиванию8) становиться(ἄντα τινός, παρά τινα Hom.)
ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι Hom. — подойди же ко мне;στὰς εἰς τὸ μέσον Xen. — выйдя на середину (лагеря);στῆσαι ἐς δίκην Eur. — (пред)стать перед судом9) стоять, опираться, покоиться10) стоять, вздыматься, выситься(στήλη ἐπὴ τύμβῳ ἑστήκει Hom.)
κρημνοὴ ἕστασαν ἀμφοτέρωθεν Hom. — кругом возвышались кручи11) подниматьἱ. μέγα κῦμα Hom. — (о реке) вздымать высокие волны, сильно волноваться;
ὀρθὸν οὖς ἵ. Soph. — настораживать уши;ὀρθὸν κρᾶτα στῆσαι Eur. — поднять голову;ἵστασθαι βάθρων Soph. — вставать со своих мест;κονίης ὀμίχλην ἱ. Hom. — взбивать тучу пыли;κονίη ἵστατο ἀειρομένη Hom. — пыль поднималась столбом;ἀλγήσας ἵσταται ὀρθὸς ὅ ἵππος Her. — от боли конь поднялся на дыбы;δοῦρα ἐν γαίῃ ἵσταντο Hom. — копья торчали из земли;ὀρθαὴ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ τοῦ φόβου Plat. — волосы становятся дыбом от страха12) поднимать, возбуждать(φυλόπιδα Hom.; μῆνιν Soph.)
ἵστατο νεῖκος Hom. — возник спор;πολέμους ἵστασθαι Her. — вести войны;στᾶσαι ὀρθὰν καρδίαν Pind. — воспрянуть духом13) поднимать, испускать(βοήν Aesch., Eur.; κραυγήν Eur.)
τίς θόρυβος ἵσταται βοῆς ; Soph. — что это за крики раздаются?14) med. держаться, вести себя15) останавливать, задерживать(ἡμιόνους τε καὴ ἵππους Hom.; τέν φάλαγγα Xen.; τὸν ῥοῦν Plat.; αἱ ἐναντίαι κινήσεις ἱστᾶσι ἀλλήλας Arst.; ὅ τῆς γενέσεως ποταμὸς οὔ ποτε στήσεται Plut.)
ἵ. τέν ψυχέν ἐπί τινι Plat. — останавливать свое внимание на чем-л.;ἐπί τινος τὸν λόγον ἱ. Sext. — остановиться на каком-л. вопросе (ср. 19);στῆσαι ἐπί τινος τέν διήγησιν Polyb. — закончить на чем-л. свое повествование;16) переставать, прекращать17) сдерживать, подавлять(τοῦ θανάτου τὸ δέος Plut.)
18) останавливатьсяἄγε στέωμεν Hom. — давай остановимся;
τοῦτο ἀνάγκη στῆναι Arst. — здесь необходимо остановиться19) устанавливать, учреждать или вводить, устраивать(χορούς Her., Soph.; ἑορτάν Pind.; med.: ἀγῶνα HH.; ἤθεά τε καὴ νόμους Her.)
ἀγορέ δέκα ἡμερέων οὐκ ἵσταται Her. — в течение десяти дней рынок бездействует;ἐπὴ τούτου προτέρου στήσομεν τὸν λόγον Sext. — с этого мы начнем свою речь (ср. 15);ἐπὴ στόματος δύο μαρτύρων καὴ τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα NT. — на основании показаний двух или трех свидетелей (да) будет решено любое дело20) совершать, справлять(κτερίσματα Soph.; τῇ Μητρὴ παννυχίδα Her.)
21) превращать, делать(στῇσαι δύσκηλον χθόνα Aesch.)
22) назначать, провозглашать(τινὰ βασιλέα, ὅ ὑπὸ Δαρείου σταθεὴς ὕπαρχος Her.; τινὰ τύραννον Soph., med. Alcaeus ap. Arst.)
23) назначать, определять(ἡμέραν NT.)
τριάκοντα ἀργύρια ἱ. τινί NT. — предложить кому-л. тридцать серебренников24) med. начинаться, наступатьἔαρος ἱσταμένοιο Hom., Hes. — с наступлением весны;
ἦν ἱσταμένου τοῦ μηνὸς εἰνάτη Her. — был девятый день нового месяца25) находиться в покое, быть неподвижнымτίφθ΄ οὕτως ἕστητε τεθηπότες ; Hom. — отчего вы (словно) оцепенели?;κατὰ χώρην ἱ. Her. — оставаться на (своем) месте26) оказывать сопротивление, противиться(πρὸς οὐ δικαίους Thuc.; αὐξομένῳ τῷ Δημητρίῳ Plut.)
οἱ πολέμιοι οὐκέτι ἔστησαν, ἀλλὰ φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο Xen. — противники не устояли, а побежали врассыпную27) быть устойчивым, твердым(οὐδὲν ἑστηκὸς ἔχειν Arst.; λόγος μεθοδικὸς καὴ ἑστώς Polyb.)
ἑστηκυῖα ἡλικία Plat. — устоявшийся, т.е. зрелый возраст;ἄνεμος κατὰ βορέαν ἑστηκώς Thuc. — ветер, постоянно дувший с севера28) (= усил. εἶναι См. ειναι) находиться, пребывать, бытьτὰ νῦν ἑστῶτα Soph. — нынешние обстоятельства;
ἐν ὡραίῳ ἕσταμεν βίῳ Eur. — я достиг зрелого возраста;οἱ ἑστῶτες εἶπον NT. — находившиеся (там люди) сказали;ξυμφορά, ἵν΄ ἕσταμεν Soph. — беда, в которую мы попали;ἐπὴ ξυροῦ ἱ. ἀκμῆς погов. Hom. etc. — находиться на острие бритвы, т.е. в критическом положении
См. также в других словарях:
στάτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκάφη, ἄλλοι δὲ τὰς πέντε μνᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. < στατός, με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ευκατάστατος — η, ο (ΑΜ εὐκατάστατος, ον) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ο εύπορος, ο πλούσιος αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο τοποθετημένος καλά, ο σταθερός 2. (για κρήνη) αυτή που… … Dictionary of Greek
αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα … Dictionary of Greek
στατιαίον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ πενταμνοῡν». [ΕΤΥΜΟΛ. < στατός / στάτος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. στατηρ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek
ευπερίστατος — εὐπερίστατος, ον (Α) 1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί στατος (< περι ίσταμαι)] … Dictionary of Greek
στατοκύστη — η, Ν βιολ. ωοειδές και σφαιρικό κυστίδιο τών κνιδοζώων, τών κτενοφόρων, τών στροβιλιστικών πλατυελμίνθων, τών νημερείνων τών τροχοζώων, τών γαστροτρίχων, τών βραχιονοπόδων, τών δακτυλιοσκωλήκων, τών περισσότερων μαλακίων, τών καρκινοειδών και τών … Dictionary of Greek