-
1 πορφυρ-άνθεμος
πορφυρ-άνθεμος, = Folgdm, Plut. de fluv. 7, 4.
-
2 πολυ-άνθεμος
πολυ-άνθεμος, blumenreich; Ὡραι, Pind. Ol. 13, 17; Mimnerm.
-
3 φιλ-άνθεμος
φιλ-άνθεμος, = Folgdm, Nonn.
-
4 φοινῑκ-άνθεμος
φοινῑκ-άνθεμος, mit purpurrother Blüthe, ἔαρ Pind. P. 4, 64.
-
5 εὐ-άνθεμος
εὐ-άνθεμος, blumenreich, blühend, φυή, Pind. Ol. 1, 67; ἥβη, Agath. 39 (VII, 602).
-
6 ευανθεμος
-
7 πολυανθεμος
-
8 πορφυρανθεμος
-
9 φοινικανθεμος
-
10 πορφυράνθεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυράνθεμος
-
11 φιλάνθεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάνθεμος
-
12 εὐάνθεμος
εὐ-άνθεμος, blumenreich, blühend -
13 πολυάνθεμος
-
14 πορφυρανθής
πορφυρ-ανθής, ές, u. πορφυρ-άνθεμος, mit purpurner Blüte -
15 φιλανθής
φιλ-ανθής, ές, u. φιλ-άνθεμος, Blumen liebend -
16 φοινῑκάνθεμος
См. также в других словарях:
ευάνθεμος — εὐάνθεμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός 2. το ουδ. ως ουσ. τό ευάνθεμον φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ άνθεμος, φιλ άνθεμος] … Dictionary of Greek
κηράνθεμος — κηράνθεμος, ὁ και κηράνθεμον, τὸ (Α) κήρινθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. φοινικ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] … Dictionary of Greek
φοινικάνθεμος — ον, Α αυτός που έχει άνθη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. πορφυρ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] … Dictionary of Greek
πολυάνθεμος — ον, Α 1. πλούσιος σε άνθη («πολυάνθεμοι ἄρουραι», Σαπφ.) 2. διακοσμημένος με πολλά άνθη («πολυάνθεμοι μίτραι», Ανακρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνθεμον το φυτό βατράχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄνθεμον (πρβλ. ευ άνθεμος, χρυσ άνθεμος)] … Dictionary of Greek
χρυσάνθεμος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει χρυσά άνθη, χρυσανθής* 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άνθεμος (< ἄνθεμον «λουλούδι»), πρβλ. φιλ άνθεμος] … Dictionary of Greek
άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… … Dictionary of Greek
μελάνθεμον — μελάνθεμον, τὸ (Α) είδος ανθεμίδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἄνθεμον (πρβλ. λευκ άνθεμος)] … Dictionary of Greek
πορφυράνθεμος — ον, Α πορφυρανθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ἄνθεμον (πρβλ. χρυσ άνθεμος)] … Dictionary of Greek