-
1 ευφραινω
эп. ἐϋφραίνω (fut. εὐφρᾰνῶ, aor. ион. εὔφρανα; pass.: fut. εὐφρανθήσομαι, aor. ηὐφράνθην)1) радовать, веселить(τινὰ ἐπέεοι, νόημά τινος Hom.; θυμόν τινος Pind.; τινὰ διά τι Plat.)
; pass. радоваться, веселиться, быть довольным(τινι Pind., Plat., NT.; ἐπί τινι Arph., Xen., NT.; διά и ἀπό τινος Xen.; ἐπί τι и ἔν τινι NT.)
μηδέν τι μᾶλλον ἢ νοσῶν εὐφραίνεται Soph. — его настроение нисколько не улучшилось после болезни2) доставлять удовольствие, быть приятным(ὅ λιβανωτὸς ἀπολλύμενος εὐφραίνει Arst.)
-
2 εὐφραίνω
εὐ|φραίνω радовать, веселить (ср. личн. имя Ευφροσύνη Евфросинъя)
См. также в других словарях:
φραίνω — Ν ευφραίνω, χαροποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραίνω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου / ε / (πρβλ. εὑρίσκω: βρίσκω)] … Dictionary of Greek
οσφραίνομαι — (Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω) 1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.) 2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.) νεοελλ. προαισθάνομαι, προμαντεύω… … Dictionary of Greek