-
1 εὐφημέω
I avoid all unlucky words, during sacred rites: hence, as the surest mode of avoiding them, keep a religious silence, , cf. Call.Ap.17, 18, etc.; mostly imper., εὐφήμει, εὐφημεῖτε, hush! be still! Ar.Nu. 297, Ach. 241, al.; ;εὐφημεῖν χρὴ τὸν πρεσβύτην Ar.Nu. 263
;εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ' ἐγώ Pl. Euthd. 301a
, cf.R. 329c; οὐκ εὐφημήσεις; Id.Smp. 214d:—[voice] Pass., εὔφημον εἴη τοὖπος εὐφημουμένῃ since you have been spoken fair, A.Supp. 512.2 c. acc., honour by praise, speak well of, , cf. X.Smp.4.49:—[voice] Pass., to be called by a mild name,πολιτεία.. εὐφημούμενος λῆρος D.S.37.17
; also, to be honoured, Hp.Ep. 27, CIG 4389 ([place name] Isauria); to be applauded, Ph.2.589;πρὸς πάντων -ηθείς Hdn.2.3.11
;ὑπὸ ὄχλων Vett.Val.38.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημέω
-
2 εὐφημητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημητέον
-
3 εὐφημητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημητικός
-
4 εὐφημία
εὐφημ-ία, ἡ,I abstinence from inauspicious language, religious silence, εὐφημίαν ἴσχε, = εὐφήμει, S.Tr. 178;εὐ. ἐσχηκέναι πρός τινα Pl.Lg. 717c
; εὐφημία στω, eu)fhmi/a 'stw, as a proclamation of silence before a prayer, Ar. Th. 295, cf.Av. 959; soεὐφημίαν.. κηρύξας ἔχω S.Fr. 893
;Ταλθύβιος.. εὐφημίαν ἀνεῖπε καὶ σιγὴν στρατῷ E.IA 1564
;μετ' εὐ. διδάσκειν Pl. Lg. 949b
;ἐν εὐ. χρὴ τελευτᾶν Id.Phd. 117e
;πρὸς εὐφημίαν τρεπέσθω Luc.Laps.17
.II in positive sense, auspiciousness, λόγων εὐ. E.IA 608, Aeschin.1.169;πᾶσαν εὐ. παρειχόμην D.Ep.2.19
; esp. a fair or honourable name for a bad thing, euphemism (as Εὐμενίδες, εὐφρόνη, etc.),δι' εὐφημίας Pl.Lg. 736a
;εὐφημίας ἕνεκα Aeschin.3.92
, cf. Plu.2.449a.III prayer and praise, worship, offered to the gods, E.IA 1469; = εὐχή, Pl.Alc.2.149b;εὐξάμενον μετ' εὐφημίας Din.2.14
: pl., Pi.P. 10.35.2 honour, good repute enjoyed by men, Phld.Ind.Sto. 16,20; ἀθάνατος εὐ. D.S1.2; opp. δυσφημία, 2 Ep.Cor.6.8; ἀδιάλειπτος Plu.2.121e; ἡ ὕστερον εὐ. D.Chr.31.20; τὴν παρὰ πᾶσιν ἀγαθὴν εὐ.good repute, IG12(5).860.39 (Tenos, i B. C.); ἡ ἐκ τῶν ξένων εὐ. OGI 339.30 (Sestos, ii B. C.); panegyric, Jul.Or.3.106a, Lib.Or.62.3; ἡ εὐ. σου, as a form of address, PLond.3.891.9 (iv A. D.); αἱ εὐ. plaudits, acclamations in a local senate, POxy.2110.2 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημία
-
5 εὐφημίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημίζομαι
-
6 εὐφημισμός
εὐφημ-ισμός, ὁ,A use of an auspicious word for an inauspicious one, e.g. Εὐμενίδες for Ἐρινύες, εὐφρόνη for νύξ, etc., Eust.1398.52, Demetr. Eloc. 281;κατ' εὐφημισμόν Corn. ND 21
, Hermog.Prog. 7, Palaeph.51, Olymp. in Mete.105.19;ἀπ' εὐφημισμοῦ Phld.Piet. 111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημισμός
-
7 εὔφημος
I abstaining from inauspicious words, i.e. religiously silent,εὔφημον.. κοίμησον στόμα A.Ag. 1247
;γλῶσσαν εὔ. φέρειν Id.Ch. 581
; so perh.εὔ. γόοι Id.Fr.40
; εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες moving the lips of reverent thought, i.e. keeping a holy silence, S.OC 132 (lyr.); so ὑπ' εὐφήμου βοῆς, i.e. in silence, Id.El. 630; εὔφημα φώνει, = εὐφήμει, Id.Aj. 362, 591, E.IT 687;εὔφημος ἴσθι S.Fr. 478
;εὔ. πᾶς ἔστω λαός Ar.Th.39
(anap.).2 mild, softening (cf.εὐφημία 11.1
, εὐφημισμός), ἐν-οτάτοις ὀνόμασι.. κατονομάζειν Pl.Alc.2.140c
; πρὸς τὸ -ότατον, Lat. in meliorem partem, Luc.Prom.Es3. Adv. [comp] Comp. - ότερον Eust. 1398.49.II in positive sense, fair-sounding, auspicious,μῦθοι Xenoph.1.14
; ; ;εὔφημοι κέλαδοι E.Tr. 1072
(lyr.); (lyr.);Μούσης ἀνοίγειν.. εὔφημον στόμα Ar.Av. 1719
; εὔ. πόνοι pious, holy, E. Ion 134 (lyr.); ; ᾠδῆς γένος, ἐρωτήματα, Pl.Lg. 800e, Hp.Ma. 293a, cf. Ep.Phil.4.8;πλοῦς Iamb.VP3.16
([comp] Sup.). Adv. - μως with or in words of good omen, h.Ap.171 (dub. l.), A.Eu. 287, IG12.108.55, Pl.Phdr. 265c: [comp] Comp. - ότερον Aristaenet.2.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔφημος
-
8 ευφαμ-
-
9 εὐφαμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφαμέω
-
10 εὔφημος
εὔφημος, ον (s. prec. entry; Aeschyl. et al. in var. mngs.; ins; Sym. Ps 62:6; Philo; Jos., C. Ap. 2, 248) the basic idea: ‘pert. to what is being said with cautious reserve’ (in deference to the transcendent or out of respect for those of high status, words ought to be carefully chosen, for one might utter someth. that is unlucky; s. the reff. in L-S-J-M under the various terms in the εὐφημ-family), in a transf. sense praiseworthy, commendable, ὅσα εὔφημα Phil 4:8 (M. Ant. 6, 18; Dibelius, Hdb. ad loc.; CClassen, WienerStud 107/108, ’94/95, 329; for the formulation s. ὅσος 2).—M-M.
См. также в других словарях:
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
αισχρότητα — η (Α αἰσχρότης) [αἰσχρός] (νεοελλ. μσν.) 1. η ιδιότητα τού αισχρού, αχρειότητα 2. ανήθικη πράξη, κακοήθεια μσν. ασχημοσύνη, ασέλγεια, (ευφημ.) η αιδοιολειξία* αρχ. ασχήμια, δυσμορφία … Dictionary of Greek
αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα … Dictionary of Greek
αισχύνωμα — αἰσχύνωμα, το (Α) [αἰσχύνω] (ευφημ.) αιδοίο … Dictionary of Greek
αξόρκιστος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο δεν έγιναν ξόρκια, που δεν εξουδετερώθηκε με εξορκισμό 2. το αρσ. ως ουσ. (ευφημ.) ο αξόρκιστος ο διάβολος … Dictionary of Greek
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
αρτίστας — ο (θηλ., αρτίστα, η) 1. ο καλλιτέχνης (κυρίως του ελαφρού ή του μουσικού θεάτρου) 2. θηλ. αρτίστα (Ευφημ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά του ιταλ. artista «καλλιτέχνης»] … Dictionary of Greek
αχαΐρευτος — η, ο [χαΐρι] 1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος 2. ο άτυχος, ο κακότυχος 3. δύστροπος, κακός 4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος 5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτο το γεννητικό όργανο … Dictionary of Greek
βρεσίδι — το 1. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία 2. (ευφημ.) βρεσίδια, τα οι ψείρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ.) *ευρεσίδιον < εύρεσις] … Dictionary of Greek
διάσκατζος — ο (ευφημ.) ο διάβολος … Dictionary of Greek
εναποψύχω — ἐναποψύχω (AM) 1. δροσίζομαι, αναψύχομαι 2. (κατ ευφημ.) ανακουφίζομαι σ έναν τόπο, αποπατώ 3. παθ. δροσίζομαι 4. παραδίνω το πνεύμα, ξεψυχώ («είς δορκάδα, ἥν ἐθήλασεν ὄφις, ὅθεν πιὼν ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek