-
1 ευτρήτου
εὔτρητοςwell-pierced: masc /fem /neut gen sg——————εὔτρητοςwell-pierced: masc /fem /neut gen sg (epic) -
2 εὐτρήτου
Βλ. λ. ευτρήτου -
3 ἐυτρήτου
Βλ. λ. ευτρήτου -
4 θάλπω
θάλπω, warm machen, erwärmen; στέατος μέγαν τροχὸν ϑάλποντες Od. 21, 179. 184. 246; ὑπό τ' εὐτρήτου χοάνοιο ϑαλφϑεὶς κασσίτερος Hes. Theog.863; ἔτι ἁλίῳ ἐϑάλπετο, d. i. er lebte noch, Pind. N. 4, 14, wie τρεῖς ποίας ϑάλψαι ὑπ' ἠελίῳ sc. ἑαυτόν Leon. Tar. 79 (VII, 731); Soph. Tr. 694; ϑάλπεται ῥάκη Phil. 38, wie φοίνικας ἁλίῳ πέπλους ϑάλπουσα Eur. Hel. 183, d. i. trocknen. – Einzeln in sp. Prosa, wie ἐϑάλπετο im Ggstz von ἐῤῥίγου Sext. Emp. pyrrh. 1, 82. – Auch vom Brüten der Vögel. – Uebertr., mit Liebe entzünden, entflammen, ἣ Διὸς ϑάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 592, wie pass. Ζεὺς γὰρ ἱμέρου βέλει πρὸς σοῦ τέϑαλπται 653; von Raserei, 881; vom Schmerz, καί μ' ἔϑαλπε Soph. Ant. 415; ἔϑαλψεν ἄτης σπασμός Tr. 1072, intrans., entbrannte; pass., εἰς τί μοι βλέψασα ϑάλπει τῷδ' ἀνηκέστῳ πυρί; von heilloser, leidenschaftlicher Hoffnung, El. 876; quälen, martern, Alciphr. 2, 2; Aristaen. 1, 24; auch betrügen, αἴ κε μὴ ϑαλφϑῇ λόγοις Ar. Equ. 210; ἄλλον ἰοῖσα ϑάλπε φίλον, lieben, Theocr. 14, 38.
-
5 αἰζηός
αἰζηός, der jugendliche, rüstige Mann, Hes. O. 441 τεσσαρακονταετὴς αἰζηός (vgl. ζάω, ζέω); Hom. oft, zweimal als adject. u. mitten im Verse, Iliad. 16, 716 ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε, Ἀσίῳ, ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος, 23. 432 δίσκου, ὅν τ' αἰζηὸς ἀφῆκεν ἀνὴρ πειρώμενος ἥβης, sonst immer als subst. u. Versende, κύνες μετεκίαϑον ἠδ' αἰζηοί Iliad. 18, 581, ἔργα κατήριπε κάλ' αἰζηῶν 5, 92, δικαζομένων αἰζηῶν Od. 12, 440, δαϊκταμένων αἰζ. Il. 21, 146. 301, ἀρηιϑόων αἰζ. Il. 8, 298. 15, 315. 20, 167, διοτρεφέων αἰζ. Il. 2, 660. 4, 280, ϑαλερῶν αἰζ. Il. 14, 4. 10, 259, κύνες ϑαλεροί τ' αἰζηοί Il. 3, 26. 11, 414, κύνας ϑαλερούς τ' αἰζηούς Li. 17, 282, πολέας ὀλέσαντ' αἰζηούς Il. 15, 66; – Hes. Ih. 863 κασσίτερος ὡς τέχνῃ, ὑπ' αἰζηῶν ὑπό τ' εὐτρήτου χοάνοιο ϑαλφϑείς; – Apoll. Rh. 4, 268 προτερηγενέων αἰζηῶν.
См. также в других словарях:
εὐτρήτου — εὔτρητος well pierced masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυτρήτου — εὔτρητος well pierced masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόανος — και χῶνος, ὁ, Α 1. χωνευτήριο μετάλλων («κασσίτερος... ὑπὸ... εὐτρήτου χοάνου θαλφθείς», Ησίοδ.) 2. ο τύπος στον οποίο χύνεται το μέταλλο, καλούπι 3. χωνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόανος < *χοFανος (και με συναίρεση χῶνος) έχει σχηματιστεί από την… … Dictionary of Greek