Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐτρήτου

См. также в других словарях:

  • εὐτρήτου — εὔτρητος well pierced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυτρήτου — εὔτρητος well pierced masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόανος — και χῶνος, ὁ, Α 1. χωνευτήριο μετάλλων («κασσίτερος... ὑπὸ... εὐτρήτου χοάνου θαλφθείς», Ησίοδ.) 2. ο τύπος στον οποίο χύνεται το μέταλλο, καλούπι 3. χωνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόανος < *χοFανος (και με συναίρεση χῶνος) έχει σχηματιστεί από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»