-
1 ευτρήτου
εὔτρητοςwell-pierced: masc /fem /neut gen sg——————εὔτρητοςwell-pierced: masc /fem /neut gen sg (epic) -
2 εὐτρήτου
Βλ. λ. ευτρήτου -
3 ἐυτρήτου
Βλ. λ. ευτρήτου
См. также в других словарях:
εὐτρήτου — εὔτρητος well pierced masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυτρήτου — εὔτρητος well pierced masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόανος — και χῶνος, ὁ, Α 1. χωνευτήριο μετάλλων («κασσίτερος... ὑπὸ... εὐτρήτου χοάνου θαλφθείς», Ησίοδ.) 2. ο τύπος στον οποίο χύνεται το μέταλλο, καλούπι 3. χωνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χόανος < *χοFανος (και με συναίρεση χῶνος) έχει σχηματιστεί από την… … Dictionary of Greek