-
81 ευρυνθείσα
-
82 εὐρυνθεῖσα
-
83 ευρυνθείς
-
84 εὐρυνθείς
-
85 ευρυνθείσης
-
86 εὐρυνθείσης
-
87 ευρυνθώσι
-
88 εὐρυνθῶσι
-
89 ευρυνθέν
-
90 εὐρυνθέν
-
91 ευρυνθέντας
-
92 εὐρυνθέντας
-
93 ευρυνθέντος
-
94 εὐρυνθέντος
-
95 ευρυνομένην
-
96 εὐρυνομένην
-
97 ευρυνομένης
-
98 εὐρυνομένης
-
99 ευρυνομένοις
-
100 εὐρυνομένοις
См. также в других словарях:
ευρύνω — ευρύνω, εύρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εὐρύνω — εὐρύ̱νω , εὐρύνω make wide aor subj act 1st sg εὐρύ̱νω , εὐρύνω make wide pres subj act 1st sg εὐρύ̱νω , εὐρύνω make wide pres ind act 1st sg εὐρύ̱νω , εὐρύνω make wide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύνω — (ΑΜ εὐρύνω) [ευρύς] καθιστώ κάτι ευρύ, πλαταίνω, φαρδαίνω αρχ. 1. αφήνω ευρύ διάστημα, πολύ χώρο 2. διαστέλλω 3. εκτείνω … Dictionary of Greek
ευρύνω — εύρυνα, κάνω κάτι ευρύ, πλατύνω, διαπλατύνω, ανοίγω το πλάτος του, πλαταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρυνεῖ — εὐρύνω make wide fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐρύνω make wide fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνούσης — εὐρύνω make wide fut part act fem gen sg (attic epic) εὐρῡνούσης , εὐρύνω make wide pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθεῖσα — εὐρύνω make wide aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθείς — εὐρύνω make wide aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθείσης — εὐρύνω make wide aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθῆναι — εὐρύνω make wide aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθῇ — εὐρύνω make wide aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)