-
61 απευρύνοντες
-
62 ἀπευρύνοντες
-
63 ενευρυνομένη
-
64 ἐνευρυνομένη
-
65 ενευρύνεσθαι
-
66 ἐνευρύνεσθαι
-
67 ενευρύνετο
-
68 ἐνευρύνετο
-
69 εξευρυνομένη
-
70 ἐξευρυνομένη
-
71 εξευρυνομένης
-
72 ἐξευρυνομένης
-
73 εξευρύνεσθαι
-
74 ἐξευρύνεσθαι
-
75 επευρυνομένους
-
76 ἐπευρυνομένους
-
77 ευρυνθή
-
78 εὐρυνθῇ
-
79 ευρυνθήναι
-
80 εὐρυνθῆναι
См. также в других словарях:
ευρύνω — ευρύνω, εύρυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εὐρύνω — εὐρύ̱νω , εὐρύνω make wide aor subj act 1st sg εὐρύ̱νω , εὐρύνω make wide pres subj act 1st sg εὐρύ̱νω , εὐρύνω make wide pres ind act 1st sg εὐρύ̱νω , εὐρύνω make wide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύνω — (ΑΜ εὐρύνω) [ευρύς] καθιστώ κάτι ευρύ, πλαταίνω, φαρδαίνω αρχ. 1. αφήνω ευρύ διάστημα, πολύ χώρο 2. διαστέλλω 3. εκτείνω … Dictionary of Greek
ευρύνω — εύρυνα, κάνω κάτι ευρύ, πλατύνω, διαπλατύνω, ανοίγω το πλάτος του, πλαταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρυνεῖ — εὐρύνω make wide fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐρύνω make wide fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνούσης — εὐρύνω make wide fut part act fem gen sg (attic epic) εὐρῡνούσης , εὐρύνω make wide pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθεῖσα — εὐρύνω make wide aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθείς — εὐρύνω make wide aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθείσης — εὐρύνω make wide aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθῆναι — εὐρύνω make wide aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνθῇ — εὐρύνω make wide aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)