-
1 ευρυτέρα
εὐρυτέρᾱ, εὐρύςwide: fem nom /voc /acc dualεὐρυτέρᾱ, εὐρύςwide: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐρυτέρᾱͅ, εὐρύςwide: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευρύτερα
-
3 εὐρύτερα
-
4 εὐρυτέρα
Βλ. λ. ευρυτέρα -
5 εὐρυτέρᾳ
Βλ. λ. ευρυτέρα -
6 ευρυτέρας
εὐρυτέρᾱς, εὐρύςwide: fem acc plεὐρυτέρᾱς, εὐρύςwide: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 εὐρυτέρας
εὐρυτέρᾱς, εὐρύςwide: fem acc plεὐρυτέρᾱς, εὐρύςwide: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ευρυτέραν
-
9 εὐρυτέραν
-
10 εὐρύς
εὐρύς, εὐρεῖα, εὐρύ, [dialect] Ion. fem. εὐρέᾰ (not εὐρέη) Hdt.1.178, cf. Theoc. 7.78; [dialect] Aeol. fem.Aεὔρηα Alc.Supp.12.5
: gen. εὐρέος, είας, έος: acc. sg. εὐρύν, (in Hom.) sts. εὐρέᾰ (v. infr.): gen. εὐρέος as fem., Asius 13, Opp.C.3.323: so nom. pl.εὐρέες AP9.413
(Antiphil.):—wide, broad,οὐρανὸν εὐρύν Il.3.364
, al.;εὐρεῖα χθών 4.182
, al.;εὐρέα πόντον 6.291
;εὐρέα κόλπον 18.140
, al.;εὐ. σχεδίη Od.5.163
;ὦμοι Il.3.210
, Od.18.68,al. ([comp] Comp. );μετάφρενον 10.29
;σάκος 11.527
;τεῖχος 12.5
;ὁδὸς εὐρυτέρη 23.427
; εὐρὺν ἀγῶνα (v. ἀγών) ; κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν, 1.229, 384, 478: freq. in [dialect] Ep. and Lyr., rare in Trag. (exc. in lyr.); in iambic trimeters, E.Fr. 921;ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενόν Ar. Eq. 720
; not common in Prose (never in Papyri),εὐ. τάφρος Hdt.1.178
; κόθορνοι εὐρύτατοι loose boots, Id.6.125;οἰκίαι X.An.4.5.25
; ; φλέβες εὐρύτεραι, opp. λεπτότεραι, Diog.Apoll.6, cf. Pl.Ti. 66d;πόροι Thphr.CP3.11.2
;κατὰ στενότερα καὶ εὐρύτερα Pl.Phd. 111d
.
См. также в других словарях:
εὐρυτέρα — εὐρυτέρᾱ , εὐρύς wide fem nom/voc/acc dual εὐρυτέρᾱ , εὐρύς wide fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτέρᾳ — εὐρυτέρᾱͅ , εὐρύς wide fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύτερα — εὐρύς wide neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτέρας — εὐρυτέρᾱς , εὐρύς wide fem acc pl εὐρυτέρᾱς , εὐρύς wide fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτέραν — εὐρυτέρᾱν , εὐρύς wide fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καποδίστρια, σχέδιο — Νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο καθορίζει τη νέα διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, όπως αυτή ισχύει από τις αρχές του 1998. Ειδικότερα, με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ Α’ 244/4 12 1997) για τη «Συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης» περιγράφονται οι… … Dictionary of Greek
-άρω — [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής, που δηλώνουν κυρίως ενέργεια ή σπανιότερα κατάσταση. Το ληκτικό μόρφημα άρω, που εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη, απαντά σε νεοελληνικά ρήματα ιταλικής προελεύσεως (πρβλ.… … Dictionary of Greek