-
1 ευρέος
-
2 εὐρέος
-
3 εύρεος
-
4 εὔρεος
-
5 εὐρύς
εὐρύς, εῖα, ύ, ion. fem. εὐρέα, Her. 1, 178, mit kurzem α, Theocr. 7, 78; acc. sing. dei Hom. neben εὐρύν auch εὐρέα in der Vrbdg εὐρέα πόντον u. κόλπον, Il. 6, 291. 18, 140. 21, 125; zweier Endg., μεγάλαι τε καὶ εὐρέες νῆσοι, Antiphil. 28 (IX, 413), wie εὐρέος αἴης Opp. Cyn. 3, 321 u. χϑονὸς εὐρέος Asius bei Ath. XII, 525 f; weit, geräumig, bes. οὐρανός, πόντος, νῶτα ϑαλάσσης, Hom., u. von Ländern, wie Τροία, Λυκία u. ä., ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Il. 23, 258; ἄρουρα 18, 542; στρατός 4, 76, wie Hes. O. 244; εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσϑαι, breiter, Il. 3, 194; εὐρέες ὦμοι Od. 18, 68; εὐρεῖα σχεδίη 5, 163; τεῖχος Il. 12, 5; κλέος, weit verbreitetes Gerücht, Od. 23, 137, wie Pind. Ol. 11, 99, der auch das neutr. adv. braucht, εὐρὺ ἀνάσσων, weithin herrschend, Ol. 13, 23; ῥέων, s. das Vorige; εὐρείαις ἐν αὔραις Aesch. Suppl. 850; εὐρέϊ πόντῳ Soph. Tr. 114; εὐρείας φάρ υγγος, vom Kyklopen, Eur. Cycl. 355; κόϑορνοι εὐρέες Her. 6, 125; Ggstz στενός, Plat. Legg. V, 737 a; εὐρύτεραι φλέβες Tim. 66 d; Xen. An. 4, 5, 25, u. einzeln, doch selten, bei andern Prosaikern, wie Luc. Tim. 18; – εὐρυτέρως ἔχειν Ar. Lys. 419. – Bei Hom. schrieb Zenodot für οὐρανὸν εὐρύν mehrfach οὐρανὸν αἰπ ύν, s. Lehrz Aristarch. ed..2 p. 165.
-
6 εὐρύς
εὐρύς, εὐρεῖα, εὐρύ, [dialect] Ion. fem. εὐρέᾰ (not εὐρέη) Hdt.1.178, cf. Theoc. 7.78; [dialect] Aeol. fem.Aεὔρηα Alc.Supp.12.5
: gen. εὐρέος, είας, έος: acc. sg. εὐρύν, (in Hom.) sts. εὐρέᾰ (v. infr.): gen. εὐρέος as fem., Asius 13, Opp.C.3.323: so nom. pl.εὐρέες AP9.413
(Antiphil.):—wide, broad,οὐρανὸν εὐρύν Il.3.364
, al.;εὐρεῖα χθών 4.182
, al.;εὐρέα πόντον 6.291
;εὐρέα κόλπον 18.140
, al.;εὐ. σχεδίη Od.5.163
;ὦμοι Il.3.210
, Od.18.68,al. ([comp] Comp. );μετάφρενον 10.29
;σάκος 11.527
;τεῖχος 12.5
;ὁδὸς εὐρυτέρη 23.427
; εὐρὺν ἀγῶνα (v. ἀγών) ; κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν, 1.229, 384, 478: freq. in [dialect] Ep. and Lyr., rare in Trag. (exc. in lyr.); in iambic trimeters, E.Fr. 921;ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενόν Ar. Eq. 720
; not common in Prose (never in Papyri),εὐ. τάφρος Hdt.1.178
; κόθορνοι εὐρύτατοι loose boots, Id.6.125;οἰκίαι X.An.4.5.25
; ; φλέβες εὐρύτεραι, opp. λεπτότεραι, Diog.Apoll.6, cf. Pl.Ti. 66d;πόροι Thphr.CP3.11.2
;κατὰ στενότερα καὶ εὐρύτερα Pl.Phd. 111d
.
См. также в других словарях:
εὐρέος — εὐρύς wide masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔρεος — εὖρος the East wind neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HELLESPONTUS — fretum angustum inter Propontidem, et mare Aegaeum, Asiam ab Europa septem non amplius stadiorum intervallo disterminans. Stretto di Gallipoli, Castaldo, Braccio di S. Georgio. Volater. Baudr. inter Thraciam et Asiam min. Extenditur a Sept. in… … Hofmann J. Lexicon universale
SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can … Hofmann J. Lexicon universale
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
ερυθρομυκίνη — Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα, που παράγεται βασικά από το μανιτάρι ακτινομύκης ο ερυθρός. Είναι εξαιρετικά δραστική για τα πιο πολλά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια (σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους, πνευμονιόκοκκους κ.ά.) αλλά και για μερικά αρνητικά κατά … Dictionary of Greek
κολίτιδα — Φλεγμονή που προσβάλλει το παχύ έντερο και κυρίως τον βλεννογόνο του. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρασιτική ή μικροβιακή κ., η νόσος του Crohn, η ελκώδης κ., η κ. από χρήση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος κλπ. Η κ. εκδηλώνεται με αιματηρές ή… … Dictionary of Greek
οξυτετρακυκλίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό ευρέος φάσματος τής οικογένειας τών τετρακυκλινών που δρα εναντίον τών θετικών και αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων, σπειροχαιτών, λεπτοσπειρών, αμοιβάδων, «μεγάλων» ιών και ρικετσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
παρομομυκίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, αποτελεσματικό στη θεραπεία τής αμοιβαδικής δυσεντερίας … Dictionary of Greek
στρεπτομύκητας — ο, Ν βιολ. γένος βακτηρίων που ανήκει στην οικογένεια στρεπτομυκητίδες τής τάξης ακτινομύκητες, με πολύπλοκη μορφή, ορισμένα είδη τού οποίου παράγουν αντιβιοτικά ευρέος φάσματος και πολλά είδη είναι σημαντικά ως μικροοργανισμοί αποσύνθεσης τού… … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek