Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐρέος

См. также в других словарях:

  • εὐρέος — εὐρύς wide masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρεος — εὖρος the East wind neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HELLESPONTUS — fretum angustum inter Propontidem, et mare Aegaeum, Asiam ab Europa septem non amplius stadiorum intervallo disterminans. Stretto di Gallipoli, Castaldo, Braccio di S. Georgio. Volater. Baudr. inter Thraciam et Asiam min. Extenditur a Sept. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρομυκίνη — Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα, που παράγεται βασικά από το μανιτάρι ακτινομύκης ο ερυθρός. Είναι εξαιρετικά δραστική για τα πιο πολλά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια (σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους, πνευμονιόκοκκους κ.ά.) αλλά και για μερικά αρνητικά κατά …   Dictionary of Greek

  • κολίτιδα — Φλεγμονή που προσβάλλει το παχύ έντερο και κυρίως τον βλεννογόνο του. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρασιτική ή μικροβιακή κ., η νόσος του Crohn, η ελκώδης κ., η κ. από χρήση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος κλπ. Η κ. εκδηλώνεται με αιματηρές ή… …   Dictionary of Greek

  • οξυτετρακυκλίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό ευρέος φάσματος τής οικογένειας τών τετρακυκλινών που δρα εναντίον τών θετικών και αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων, σπειροχαιτών, λεπτοσπειρών, αμοιβάδων, «μεγάλων» ιών και ρικετσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • παρομομυκίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, αποτελεσματικό στη θεραπεία τής αμοιβαδικής δυσεντερίας …   Dictionary of Greek

  • στρεπτομύκητας — ο, Ν βιολ. γένος βακτηρίων που ανήκει στην οικογένεια στρεπτομυκητίδες τής τάξης ακτινομύκητες, με πολύπλοκη μορφή, ορισμένα είδη τού οποίου παράγουν αντιβιοτικά ευρέος φάσματος και πολλά είδη είναι σημαντικά ως μικροοργανισμοί αποσύνθεσης τού… …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»