Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐνήτωρ

См. также в других словарях:

  • ευνήτωρ — εὐνήτωρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος …   Dictionary of Greek

  • εὐνήτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνάτορ' — εὐνά̱τορα , εὐνήτωρ masc acc sg (doric) εὐνά̱τορι , εὐνήτωρ masc dat sg (doric) εὐνά̱τορε , εὐνήτωρ masc nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνάτωρ — εὐνάτωρ, ὁ (Α) δωρ. τ. τού ευνήτωρ* …   Dictionary of Greek

  • εὐνάτορα — εὐνά̱τορα , εὐνήτωρ masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνάτωρ — εὐνά̱τωρ , εὐνήτωρ masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»