-
1 ευνοικός
-
2 εὐνοικός
-
3 ευνοικος
-
4 ευνοϊκός
-
5 ευνοϊκός
[эвноикос] επ благосклонный, благожелательный. -
6 εὐνοϊκός
A welldisposed, kindly, favourable,εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί D.57.1
, cf. Amphis 1: [comp] Sup. - ώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους Lib.Decl.49.16
. Adv.εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί X.HG4.4.15
;πρός τινα Id.Mem.2.6.34
, Arist. Rh.Al. 1436b18;εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.12.237
;πρὸς τὴν πόλιν SIG810.25
([place name] Nero);εὐ. ἀκοῦσαι Hyp.Lyc.19
;εὐ. προσδέχεσθαι D.18.7
: [comp] Comp. - ωτέρως Id.51.2; - ώτερον Lib.Decl.49.31: [comp] Sup. - ώτατα X.Cyr.8.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνοϊκός
-
7 εὐνοϊκός
εὐ-νοϊκός, ή, όν, wohlwollend; εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί, gegen einen wohlwollend sein -
8 ευνοϊκός
avantageux -
9 ευνοϊκός
korzystny przym. -
10 ευνοϊκός
1) příznivý2) výhodný -
11 ευνοϊκός
favourableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευνοϊκός
-
12 ευνοικώτερον
εὐνοϊκώτερον, εὐνοικόςwelldisposed: adverbial compεὐνοϊκώτερον, εὐνοικόςwelldisposed: masc acc comp sgεὐνοϊκώτερον, εὐνοικόςwelldisposed: neut nom /voc /acc comp sg -
13 εὐνοικώτερον
εὐνοϊκώτερον, εὐνοικόςwelldisposed: adverbial compεὐνοϊκώτερον, εὐνοικόςwelldisposed: masc acc comp sgεὐνοϊκώτερον, εὐνοικόςwelldisposed: neut nom /voc /acc comp sg -
14 ευνοικωτέρα
εὐνοϊκωτέρᾱ, εὐνοικόςwelldisposed: fem nom /voc /acc comp dualεὐνοϊκωτέρᾱ, εὐνοικόςwelldisposed: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
15 εὐνοικωτέρα
εὐνοϊκωτέρᾱ, εὐνοικόςwelldisposed: fem nom /voc /acc comp dualεὐνοϊκωτέρᾱ, εὐνοικόςwelldisposed: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
16 ευνοικόν
εὐνοϊκόν, εὐνοικόςwelldisposed: masc acc sgεὐνοϊκόν, εὐνοικόςwelldisposed: neut nom /voc /acc sg -
17 εὐνοικόν
εὐνοϊκόν, εὐνοικόςwelldisposed: masc acc sgεὐνοϊκόν, εὐνοικόςwelldisposed: neut nom /voc /acc sg -
18 ευνοικώτατα
εὐνοϊκώτατα, εὐνοικόςwelldisposed: adverbial superlεὐνοϊκώτατα, εὐνοικόςwelldisposed: neut nom /voc /acc superl pl -
19 εὐνοικώτατα
εὐνοϊκώτατα, εὐνοικόςwelldisposed: adverbial superlεὐνοϊκώτατα, εὐνοικόςwelldisposed: neut nom /voc /acc superl pl -
20 ευνοικώτατον
εὐνοϊκώτατον, εὐνοικόςwelldisposed: masc acc superl sgεὐνοϊκώτατον, εὐνοικόςwelldisposed: neut nom /voc /acc superl sg
См. также в других словарях:
εὐνοικός — εὐνοϊκός , εὐνοικός welldisposed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνοϊκός — ή, ό (Α εὐνοϊκός, ή, όν) ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ. β. «τόν βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου») νεοελλ. 1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε … Dictionary of Greek
ευνοϊκός — ή, ό ο ευμενής, ο φιλικός, ο βοηθητικός, ο κατάλληλος: Ευνοϊκός άνεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… … Dictionary of Greek
εὐνοικώτερον — εὐνοϊκώτερον , εὐνοικός welldisposed adverbial comp εὐνοϊκώτερον , εὐνοικός welldisposed masc acc comp sg εὐνοϊκώτερον , εὐνοικός welldisposed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίκμενος — ἴκμενος, ον (Α) φρ. «ἴκμενος οὖρος» ευνοϊκός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), τής οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ.… … Dictionary of Greek
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… … Dictionary of Greek
πανεύνους — ουν και οος, οον, Α εξαιρετικά ευνοϊκός, ευνοϊκότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔνους «ευμενής, ευνοϊκός»] … Dictionary of Greek
πανούριος — ον, Α (για άνεμο) εντελώς ούριος, πολύ ευνοϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οὔριος (< οὖρος «ευνοϊκός άνεμος»)] … Dictionary of Greek