-
1 εὐ-νοϊκός
εὐ-νοϊκός, ή, όν, wohlwollend; εὐνοϊκώτερον ὑπάρχειν τινί, Dem. 57, I; Sp., wie Pol. 6, 6, 8; Luc. Tim. 15. – Adv. εὐνοϊκῶς, βοηϑεῖν, Plat. Hipp. mai. 291 e; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. A.; εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί, gegen Einen wohlwollend sein, Xen. Hell. 4, 4, 15; Dem. 15, 22; πρός τινα, Xen. Mem. 2, 6, 34; τοῖς εὐν. πρὸς ὑμᾶς διακειμένοις Isocr. 12, 237; δικαίως ἂν ἔχοιτ' εὐνοϊκωτέρως ἐμοί Dem. 51, 2.
-
2 ευνοικος
-
3 εὐνοϊκός
εὐ-νοϊκός, ή, όν, wohlwollend; εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί, gegen einen wohlwollend sein
См. также в других словарях:
νοϊκός — νοϊκός, ή, όν (Μ) ο τού νου, αυτός που αναφέρεται στον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek