-
1 ευμαρεια
εὐμάρεια, εὐμᾰρίαион. εὐμαρείη, εὐμαρέη и εὐμαρίη ἥ1) легкость, удобствоεὐ. πόρου Soph. — легкость передвижения;εὐ. ἡμῖν ἐστιν οἴεσθαι Plat. — немудрено, что нам кажется (будто …);δι΄ εὐμαρείας Luc. — с легкостью, легко;πρὸς εὐμάρειάν τινος Luc. — для чьего-л. удобства2) возможность, средство (удовлетворения или защиты)(εὐμάρειαν παρασκευάζειν εἴς τι или μηχανᾶσθαι πρός τι Plat.)
εὐμαρείᾳ χρῆσθαι Soph. — обладать возможностью, иметь возможность;εὐμαρίῃ χρᾶσθαι euphem. Her. — облегчаться = alvum exonerare3) ловкость, проворство(χεροῖν Eur.)
4) множество, обилиеπολλέ εὐ. τινος Soph. — несметное множество чего-л.
-
2 ευμάρεια
η богатство; благосостояние, зажиточность, состоятельность -
3 ευμαρεη
-
4 ευμαρειη
-
5 ευμαρια
-
6 ευμαρια...
εὐμαρία...εὐμάρεια, εὐμᾰρίαион. εὐμαρείη, εὐμαρέη и εὐμαρίη ἥ1) легкость, удобствоεὐ. πόρου Soph. — легкость передвижения;εὐ. ἡμῖν ἐστιν οἴεσθαι Plat. — немудрено, что нам кажется (будто …);δι΄ εὐμαρείας Luc. — с легкостью, легко;πρὸς εὐμάρειάν τινος Luc. — для чьего-л. удобства2) возможность, средство (удовлетворения или защиты)(εὐμάρειαν παρασκευάζειν εἴς τι или μηχανᾶσθαι πρός τι Plat.)
εὐμαρείᾳ χρῆσθαι Soph. — обладать возможностью, иметь возможность;εὐμαρίῃ χρᾶσθαι euphem. Her. — облегчаться = alvum exonerare3) ловкость, проворство(χεροῖν Eur.)
4) множество, обилиеπολλέ εὐ. τινος Soph. — несметное множество чего-л.
-
7 ευμαριη
См. также в других словарях:
εὐμαρείᾳ — εὐμαρείᾱͅ , εὐμάρεια fem dat sg (attic doric aeolic) εὐμαρείᾱͅ , εὐμάρεια fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… … Dictionary of Greek
ευμάρεια — η αφθονία υλικών αγαθών, οικονομική άνεση, πλούτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐμαρείας — εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem acc pl εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem gen sg (attic doric aeolic) εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem acc pl (ionic) εὐμαρείᾱς , εὐμάρεια fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρει' — εὐμάρεια , εὐμάρεια fem nom/voc sg εὐμάρειαι , εὐμάρεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρείῃ — εὐμάρεια fem dat sg (epic ionic) εὐμάρεια fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαρείην — εὐμάρεια fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρειαι — εὐμάρεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρειαν — εὐμάρεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek