Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εὐμαρία

См. также в других словарях:

  • εὐμαρία — εὐμαρίᾱ , εὐμάρεια fem nom/voc/acc dual εὐμαρίᾱ , εὐμάρεια fem nom/voc sg (attic doric aeolic) εὐμαρίᾱ , εὐμαρίη fem nom/voc/acc dual εὐμαρίᾱ , εὐμαρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»