Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐκρίνεια

См. также в других словарях:

  • εὐκρινείᾳ — εὐκρινείᾱͅ , εὐκρίνεια clear sightedness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρίνεια — clear sightedness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκρίνεια — η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) [ευκρινής] 1. η ιδιότητα τού ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα 2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνεια («εὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.) αρχ. 1. το ευδιάκριτο τού περιγράμματος 2. καθαρή, σαφής… …   Dictionary of Greek

  • υψηλή ευκρίνεια — Βλ. λ. τηλεόραση (υψηλής ευκρίνειας) …   Dictionary of Greek

  • εὐκρινείας — εὐκρινείᾱς , εὐκρίνεια clear sightedness fem acc pl εὐκρινείᾱς , εὐκρίνεια clear sightedness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρίνειαν — εὐκρίνεια clear sightedness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • благоразсоужениѥ — БЛАГОРАЗСОУЖЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Рассудительность, ясность: тъгда всѣхъ пом˫анемъ. иже съ бл҃горасоужениѥмь прочимь имѣти предъложимъ. (σὺν εὐκρινείᾳ) ЖФСт XII, 98; Токмо трезьвимсѩ и бдимъ. в вѣрѣ преидемъ д҃ни наша к ним же кождо обѣщасѩ сблюда˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • διάρθρωση — η (AM διάρθρωσις, εως) 1. η συναρμογή τών μελών τού σώματος 2. κλείδωση, άρθρωση τού σώματος 3. (για φωνή) ευκρινής άρθρωση, καθαρή προφορά νεοελλ. 1. η σύνδεση τών στοιχείων ενός συνόλου 2. διάταξη ύλης κατά λογική ή αισθητική ακολουθία αρχ. φρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»