-
1 ευκρινεία
-
2 εὐκρινείᾳ
-
3 ευκρίνεια
-
4 εὐκρίνεια
-
5 ευκρινεια
-
6 ευκρίνεια
η отчётливость, ясность, чёткость -
7 εὐκρίνεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκρίνεια
-
8 ευκρίνεια
clarté -
9 ευκρίνεια
1) czystość (f) rzecz.2) jasność (f) rzecz.3) przejrzystość (f) rzecz.4) zrozumiałość (f) rzecz. -
10 ευκρίνεια
1) čirost2) jas3) jasnost4) průzračnost5) srozumitelnost -
11 ευκρίνεια
1) clarity2) distinctnessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευκρίνεια
-
12 ευκρινείας
εὐκρινείᾱς, εὐκρίνειαclear-sightedness: fem acc plεὐκρινείᾱς, εὐκρίνειαclear-sightedness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 εὐκρινείας
εὐκρινείᾱς, εὐκρίνειαclear-sightedness: fem acc plεὐκρινείᾱς, εὐκρίνειαclear-sightedness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ευκρίνειαν
-
15 εὐκρίνειαν
-
16 σύγχυσις
A mixture, confusion, confounding, ἡ τῶν ἄλλων (v.l. ὅλων) ς. Hp.Epid.6.3.1; of Babel, LXX Ge. 11.9;σ. ποιήσασθαι Plb.30.22.7
; σ. λαβεῖν to be commingled, Plu.2.990a; σ. ὅρων ib.122c; ς. litterularum, Cic.Att.6.9.1; political confusion, σ. τῆς πολιτείας ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8.2 confusion, ruin, βίου, δόμων, E.Andr. 291 (lyr.), 959;σ. τοῦ κατὰ φύσιν ἡ νόσος Thphr.CP5.8.1
; σ. θανάτου μεγάλη 'indiscriminate mortality' LXX 1 Ki.5.6;σ. λήψεται Epicur. Fr. 300
.3 Gramm., of composition, confusion, indistinctness, A.D.Pron.12.15, Synt.24.18; opp. εὐκρίνεια, Hermog.Id.1.4.4 an injury to the eye, synchysis, Dsc.4.12, Eup.1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58.II of persons, confusion, Luc.Nigr.35; σ. ἔχοντες confounded, E.IA 1128;σ. ὀμματίων AP5.129
(Maec.).III of contracts and the like , violation,τῶν σπονδῶν Th.1.146
, 5.26;νόμων Isoc.4.114
(pl.);σ. ὁρκίων Plu.Alc.14
; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν ς. Pl.R. 379e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγχυσις
См. также в других словарях:
εὐκρινείᾳ — εὐκρινείᾱͅ , εὐκρίνεια clear sightedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρίνεια — clear sightedness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκρίνεια — η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) [ευκρινής] 1. η ιδιότητα τού ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα 2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνεια («εὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.) αρχ. 1. το ευδιάκριτο τού περιγράμματος 2. καθαρή, σαφής… … Dictionary of Greek
υψηλή ευκρίνεια — Βλ. λ. τηλεόραση (υψηλής ευκρίνειας) … Dictionary of Greek
εὐκρινείας — εὐκρινείᾱς , εὐκρίνεια clear sightedness fem acc pl εὐκρινείᾱς , εὐκρίνεια clear sightedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρίνειαν — εὐκρίνεια clear sightedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
благоразсоужениѥ — БЛАГОРАЗСОУЖЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Рассудительность, ясность: тъгда всѣхъ пом˫анемъ. иже съ бл҃горасоужениѥмь прочимь имѣти предъложимъ. (σὺν εὐκρινείᾳ) ЖФСт XII, 98; Токмо трезьвимсѩ и бдимъ. в вѣрѣ преидемъ д҃ни наша к ним же кождо обѣщасѩ сблюда˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
διάρθρωση — η (AM διάρθρωσις, εως) 1. η συναρμογή τών μελών τού σώματος 2. κλείδωση, άρθρωση τού σώματος 3. (για φωνή) ευκρινής άρθρωση, καθαρή προφορά νεοελλ. 1. η σύνδεση τών στοιχείων ενός συνόλου 2. διάταξη ύλης κατά λογική ή αισθητική ακολουθία αρχ. φρ … Dictionary of Greek