-
1 ευκρίνειαν
-
2 εὐκρίνειαν
См. также в других словарях:
εὐκρίνειαν — εὐκρίνεια clear sightedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευκρίνειαν
2 εὐκρίνειαν
εὐκρίνειαν — εὐκρίνεια clear sightedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)