Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐκέφαλος

См. также в других словарях:

  • ευκέφαλος — εὐκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει καλή κεφαλή …   Dictionary of Greek

  • εὐκέφαλος — with a good head masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκέφαλον — εὐκέφαλος with a good head masc/fem acc sg εὐκέφαλος with a good head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκέφαλοι — εὐκέφαλος with a good head masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκράς — (I) εὐκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ (Α) 1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.) 2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ », Ευρ.) 3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»