-
1 κεφαλος
-
2 Κεφαλος
-
3 κέφαλος
-
4 Κέφαλος
Κέφαλοςmullet: masc nom sg -
5 κέφαλος
κέφαλοςmullet: masc nom sg -
6 κέφαλος
κέφᾰλος, ὁ, a species ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέφαλος
-
7 κέφαλος
κέφαλος, ὁ, ein Meerfisch, mit großem Kopfe -
8 κέφαλος
ο кефаль -
9 προ-κέφαλος
προ-κέφαλος, mit vorstehendem Kopfe, Suid.
-
10 περι-κέφαλος
περι-κέφαλος, = Vorigem, Mathem. vett.
-
11 πεντα-κέφαλος
πεντα-κέφαλος, fünfköpfig (?).
-
12 πεντηκοντα-κέφαλος
πεντηκοντα-κέφαλος, = Vorigem, v. l. Hes. Th. 312.
-
13 πλατυ-κέφαλος
πλατυ-κέφαλος, breitköpfig, Phot. bibl.
-
14 πολυ-κέφαλος
πολυ-κέφαλος, vielköpfig; ϑηρίον, Plat. Rep. IX, 588 c; σοφιστής, Soph. 240 c; Sp., wie Luc. V. H. 1, 3; νόμος, Plut. mus. 7 u. Schol. Pind. P. 12, 15, eine berühmte Flötenweise, von Athene als Nachahmung des Gezisches der vielen Schlangen des Gorgonenhauptes erfunden.
-
15 στουθο-κέφαλος
στουθο-κέφαλος, mit dem Kopfe eines Vogels od. Straußes, spitzköpfig, Plut. de curiosit. 10.
-
16 σφηνο-κέφαλος
σφηνο-κέφαλος, mit kegelförmigem Kopfe, spitzköpfig, Strab. 2, 1, 9.
-
17 σχῑνο-κέφαλος
σχῑνο-κέφαλος, mit einem großen, länglichen Kopfe, wie die Meerzwiebel; Cratin. nannte so den Perikles, Plut. Pericl. 3.
-
18 σκιλλο-κέφαλος
σκιλλο-κέφαλος, = σχινοκέφαλος (?).
-
19 σκληρο-κέφαλος
σκληρο-κέφαλος, hartköpfig, Sp.
-
20 τρισσο-κέφαλος
τρισσο-κέφαλος, = Vorigem, Orph. Argon. 979, wo α lang ist, als v. l. zum Vor. Vgl. τρικέφαλος.
См. также в других словарях:
Κέφαλος — mullet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέφαλος — mullet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
Κέφαλος — Sp Kèfalas Ap Κέφαλος/Kefalos L P. Sporados (Koso s.), Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κέφαλος — ο γένος ψαριών: Σήμερα το μεσημέρι είχαμε κέφαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Кефал — (Κέφαλος) сын Деиона или Деионея, сына Эола, царя Фокиды. Из Фокиды К. переселился в Аттику и стал царствовать в Форике, одном из 12 ти древнейших государств Аттики, на юго восточной оконечности ее. К северо западу от Форика находился дем Кефале… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κεφάλοιο — Κέφαλος mullet masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοιο — κέφαλος mullet masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοις — κέφαλος mullet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοισιν — κέφαλος mullet masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφάλου — Κέφαλος mullet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)