Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐθύνα

См. также в других словарях:

  • εὐθύνα — εὐθύ̱νᾱ , εὔθυνα setting straight fem nom/voc/acc dual εὐθύ̱νᾱ , εὔθυνα setting straight fem acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔθυνα — εὔθῡνα , εὔθυνα setting straight fem nom/voc sg εὔθῡνα , εὐθύνω guide straight aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύθυνα — η βλ. ευθύνη …   Dictionary of Greek

  • απευθύνω — εύθυνα, ευθύνθηκα, ευθυσμένος 1. αποτείνω, καταφεύγω: Ο ανακριτής θα απευθύνει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο. – Αποφάσισα να απευθυνθώ για το θέμα αυτό στο υπουργείο. 2. το ουδ. της μτχ. παθ. πρκ. ως ουσ., απευθυσμένο το τελευταίο τμήμα του παχιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • εὐθύνας — εὐθύ̱νᾱς , εὔθυνα setting straight fem acc pl εὐθύ̱νᾱς , εὔθυνα setting straight fem gen sg (doric aeolic) εὐθύ̱νᾱς , εὐθύνω guide straight aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔθυν' — εὔθῡνα , εὔθυνα setting straight fem nom/voc sg εὔθῡναι , εὔθυνα setting straight fem nom/voc pl εὔθῡνε , εὔθυνος masc voc sg εὔθῡνε , εὐθύνω guide straight pres imperat act 2nd sg εὔθῡναι , εὐθύνω guide straight aor imperat mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ίθυνα — ἴθυνα, ἡ (Α) ποινή, πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω αντίστοιχος τ. τού εὔθυνα (βλ. ευθύνη)] …   Dictionary of Greek

  • μεττρία — μεττρία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὔθυνα ἄρχοντος γεγονότος» …   Dictionary of Greek

  • εὐθυνῶν — εὐθῡνῶν , εὔθυνα setting straight fem gen pl εὐθύνω guide straight fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»