Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐθυνεῖ

См. также в других словарях:

  • εὐθυνεῖ — εὐθύνω guide straight fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐθύνω guide straight fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθύνει — εὐθύ̱νει , εὐθύνω guide straight aor subj act 3rd sg (epic) εὐθύ̱νει , εὐθύνω guide straight pres ind mp 2nd sg εὐθύ̱νει , εὐθύνω guide straight pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»