-
1 ευεργότατον
-
2 εὐεργότατον
См. также в других словарях:
εὐεργότατον — εὐεργός doing good masc acc superl sg εὐεργός doing good neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ευεργότατον
2 εὐεργότατον
εὐεργότατον — εὐεργός doing good masc acc superl sg εὐεργός doing good neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)