-
1 ευεργά
-
2 εὐεργά
См. также в других словарях:
εὐεργά — εὐεργός doing good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμήρυτος — εὐμήρυτος, ον (Α) 1. αυτός που γνέθεται, που κλώθεται εύκολα («ἔρια ξαίνειν, ὡς εὐεργὰ εἴη ταῑς γυναιξί καί εὐμήρυτα», Λουκιαν.) 2. συνεκδ. αυτός που παρατείνεται, που τραβά σε μάκρος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηρύομαι «κλώθω»] … Dictionary of Greek