-
1 ευεργώς
-
2 εὐεργῶς
См. также в других словарях:
εὐεργῶς — εὐεργής well wrought adverbial (attic epic doric) εὐεργός doing good adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργός — εὐεργός, όν (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που πράττει καλά και αγαθά έργα, η σώφρων 2. κατάλληλος, χρήσιμος 3. (για αστέρες) ευνοϊκός 4. επεξεργασμένος ή καλλιεργημένος καλά 5. αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία («εὐεργός ὕλη», Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek