Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐεργῶς

См. также в других словарях:

  • εὐεργῶς — εὐεργής well wrought adverbial (attic epic doric) εὐεργός doing good adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεργός — εὐεργός, όν (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που πράττει καλά και αγαθά έργα, η σώφρων 2. κατάλληλος, χρήσιμος 3. (για αστέρες) ευνοϊκός 4. επεξεργασμένος ή καλλιεργημένος καλά 5. αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία («εὐεργός ὕλη», Αριστοτ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»