-
1 ευαγέα
εὐαγής 1free from pollution: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)εὐαγής 1free from pollution: masc /fem acc sg (epic ionic)εὐαγής 2free from pollution: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)εὐαγής 2free from pollution: masc /fem acc sg (epic ionic)εὐᾱγέα, εὐαγής 3free from pollution: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)εὐᾱγέα, εὐαγής 3free from pollution: masc /fem acc sg (epic ionic) -
2 εὐαγέα
εὐαγής 1free from pollution: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)εὐαγής 1free from pollution: masc /fem acc sg (epic ionic)εὐαγής 2free from pollution: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)εὐαγής 2free from pollution: masc /fem acc sg (epic ionic)εὐᾱγέα, εὐαγής 3free from pollution: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)εὐᾱγέα, εὐαγής 3free from pollution: masc /fem acc sg (epic ionic) -
3 εὐαγής
A free from pollution, pure:1 of persons, guiltless, ὁ δὲ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα.. ὅσιος ἔστω καὶ εὐ. Lex ap.And.1.96, cf. Porph.VP15; εὐαγεστάτων ἱππέων, v.l. for εὐγενεστάτων, D.H.10.13; of bees, chaste (cf. Virg.G.4.198), AP9.404.7 (Antiphil.).2 of actions, holy, lawful, τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; S.Ant. 521;εὐαγές ἐστι τὸ ἀποκτεῖναι D.9.44
, cf. Arist.Fr. 538, App.BC2.148; τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη wellomened, favourable, Pl.Ep. 312a. Adv.εὐαγέως, ἔρδειν h.Cer. 274
, 369, cf. A.R.2.699, POxy.1203.5 (i A.D.), etc.;οὐκ εὐαγῶς Ph.2.472
: [comp] Sup.- έστατα Jul.Or.7.230d.3 of offerings or services, undefiled: hence, lawful,ἐλέφας.. οὐκ εὐ. ἀνάθημα Pl.Lg. 956a
;θυηλαί A.R.1.1140
, etc.;ὕμνοι AP7.34
(Antip. Sid.); λύσις a solution free from defilement, S.OT 921;οὐκ εὐ. ἀπολογίαι Porph.Abst.2.10
. ( Εὐηάγης as pr. n., IG12(9).56.118 (Styra, v B.C.).)-------------------------------------------A = καλῶς κεκλασμένος, Suid., cf. EM266.3.------------------------------------εὐᾱγής [(C)], ές, (v. fin.)A bright, clear, εὐᾱγέος ἠελίοιο (cf.ἁγής 11
) Parm. 10.2; καθαρὰ καὶ εὐαγέα, of the sun and heavenly bodies, Hp. Insomn.89, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73,78;λευκῆς χιόνος.. εὐαγεῖς βολαί E.Ba. 662
; εὐαγέστερον γίγνεσθαι, opp. σκοτωδέστερα φαίνεσθαι καὶ ἀσαφῆ, Pl.Lg. 952a; εὐαγέστατος, opp. θολερώτατος, of air, Id.Ti. 58d;χεύων ὁλκὰν εὐαγῆ Lyr.Alex.Adesp.35.19
; σὺν.. εὀαγεῖ (also εὐαγεῖ, εὐαυγεῖ)Υγιείᾳ Pae.Erythr.15
, al.;ὀφθαλμοί Aret.SA2.4
, Adam.1.13.2 metaph., alert,ἄνθρωποι Hp.Vict.2.62
(v.l. γίνεται εὐαγής (sc. ἥ τε ὄψις καὶ ἡ ἀκοή), cf. εὐαγέα (v.l. εὐπαγέα) καὶ εὐήκοα ibid.).II far-seen or conspicuous,πέτρα Pi.Pae.Fr.19.25
; ἕδραν παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ a seat in full view of the army, A.Pers. 466;ἔστην θεατὴς πύργον εὐαγῆ λαβών E.Supp. 652
. ([pron. full] ᾱ Parm.l.c., Lyr. Alex.l.c.,AP6.204 (Leon., s.v.l.).—Perh. fr. εὐ-ᾱυγής ( ᾰὐγήlengthd., cf. εὐᾱγορέω, εὐᾱής, etc.), as ἑᾱτοῦ fr. ἑᾱυτοῦ: εὐαυγ- is a correction in Pi.l.c., v.l. in Pae.Erythr.l.c., and may be the original spelling; cf. εὐαυγής.) -
4 εὐ-αγής
εὐ-αγής, ές, 1) ( ἅγος – ἅγιος), eigtl. von Blutschuld rein, schuldlos, heilig, im Solon. Gesetz ὁ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα εὐαγὴς ἔστω, καὶ ὅσιος, Andoc. 1, 97, wie Dem. 9, 44, εὐαγὲς ἦν τοῠτον ἀποκτεῖναι, wo nachher καϑαρός dafür steht, den Geächteten zu tödten steht frei, ohne daß man Anklage u. Buße zu fürchten hat; τίς οἶδεν εἰ κάτωϑεν εὐαγῆ τάδε Soph. Ant. 517, Schol. εὐσεβῆ, wer weiß, ob das in der Unterwelt als heilig, fromm gilt; einzeln bei Sp., wie ϑυηλαί Ap. Rh. 1, 1140, λοιβαί 2, 715; εὐαγέεσσιν ἅδοιμι Theocr. 26, 30; in Prosa, z. B. App. B. Civ. 2, 148; εὐαγέστατοι ἱππεῖς D. Hal. 10, 13. – Daher glücklich, günstig, ὅπως τίν' ἧμιν λύσιν εὐαγῆ πόρῃς Soph. O. R. 921, wo Andere mit Rücksicht auf den zu entsühnenden Oedipus erklären ὥστε εὐαγῆ αὐτὸν εἶναι; bei Plat. τοῦτο δ' οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη, Ep. II, 312 a. – Adv. εὐαγέως, nach heiligem Brauch, H. h. Cer. 275. 370 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 699 u. öfter; Opp. H. 5, 418. – Auf körperliche Dinge übertr., rein klar, hell, ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ Aesch. Pers. 458, einen das ganze Heer überschauenden Sitz, oder weit sichtbar, wie πύργος Eur. Suppl. 652, an welchen beiden Stellen man εὐαυγής hat schreiben wollen, wie χιόνος εὐαγεῖς βολαί Bacch. 661, v. l. εὐαυγεῖς; Hippocr. vrbdt καϑαρὰ καὶ εὐαγέα, von der Sonne u. den Sternen; ἀέρος τὸ εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰϑὴρ καλούμενος Plat. Tim. 58 d; übertr., ἃ μαϑοῠσι εὐαγέστερον γίγνεσϑαι, μὴ μαϑοῠσι δὲ σκοτωδέστερα φαίνεσϑαι Legg. XII, 952 a; κόσμος λαμπρότητι εὐαγέστατος Arist. de mund. 5, wo Bekker εὐαυγέστατος liest. – 2) ( ἄγω), sich leicht bewegend, leicht, behend; so von den Bienen, χαίροιτ' εὐαγέες Antiphil. 29 (IX, 404); γίνονται εὐαγέες οἱ ἄνϑρωποι Hippocr.; ὀφϑαλμοί, Sp., wie Adamant. physiogn. 1, 9. – Auch εὐᾱγής (vgl. περιαγής u. περιηγής), gutgedreht, wohl abgerundet, εὐαγέος ἠελίοιο Parmenid. bei Clem. Al. 5 p. 732 (s. unter 1); ῥυκάνη Leon. Tar. 28 (VI, 204); auch übertr., εὐαγέες ὕμνοι [mit kurzem α], Antip. Sid. 79 (VII, 34). – 3) ( ἄγνυμι), leicht zu zerbrechen, zerbrechlich, VLL.
-
5 εὐαγής
1 conspicuous εὐαγέα πέτραν (εὐαυγέα Π̆{S}: i. e. Delos) Πα. 7B. 47. -
6 πέλαγος
πέλᾰγος (-εϊ, -ος; -εσσι.)1 (expanse of) the seaφαντὶ οὔπω φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
“ ὑγρῷ πελάγει” P. 4.40ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν P. 4.251
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγεϊ ὑπερόχους N. 3.23
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει) N. 4.49 ]δέ μιν ἐν πελ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Wil.: πελ[α]γε[ι] G-H.) Πα. 7B. 46. ( δελφῖνος) τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. met., πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. -
7 πέτρα
1 rockἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου O. 6.64
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.23
συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.209
ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) P. 10.15ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73
ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 8.ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς Pae. 2.98
] δέ μιν ἐν πέλ[α]γ[ος] ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Delos) Πα. 7B. 47. πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (πετραν Π̆{ac}: sc. the people of Seriphos, on seeing the Medusa's head) Δ... πέ]τραισι Κιρρα[ (supp. Snell: ἀρούραισι Lobel) fr. 215b. 11. ὑψικέρατα πέτραν fr. 325. -
8 ῥίπτω
a cast, hurlἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω μακρὰ δὲ ίψαις ἀμεύσασθ ἀντίους P. 1.45
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν P. 3.57
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν (ἀπεσείσατο καὶ κατέστρεψε Σ.) I. 7.44 δέ μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47. μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν ( ἔρρειψεν Π, corr. Lobel) Πα. 2. 12. ]ριπτομεν[ fr. 111a. 2. ἔρ]ριψεν (] ρειψεν Π: corr. et supp. Lobel) Θρ. 4. 3.b utter cf. ἀπορρίπτω. ῥερῖφθαι ἔπος (παρὰ τῷ Πινδάρῳ· τὸ ῥ ἀναδιπλασιασθὲν κατὰ τὴν ποιητικὴν ἐξουσίαν Herodian 2. 789. 45L.) fr. 318.c in tmesis ἀπὸ ῥῖψον (v. ἀπορρίπτω) O. 9.36 ἀπὸ ῥίψαις (v. ἀπορρίπτω) P. 4.232 -
9 φαίνω
φαίνω (φαίνων, -οισα; -έμεν: aor. ἔφᾶνας, ἔφᾶνεν: pass. φαίνεται; φαινομέναν; impf. ἐφαίνετο: aor. φᾰνη, ἔφᾰνεν, [ἔφ]α[ν]θεν Snell; φᾰνείη; φᾰνείς, -έντος, -έντα; φᾰνῆναι: pf. πέφανται.)a act., show, make known οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (sc. Πυθέας, winner in boys' pancratium) N. 5.6οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.17
ἑάν τ' ἔφανεν φυὰν Pae. 20.12
add. inf., ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν (byz.: ἔφανες codd.) I. 4.2 add. part.,ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.171
b pass.,I appear, show oneselfὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74
μελέων, τὰπαρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα O. 13.34
ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.29
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι ( φανερὰν Σ paraphr.) N. 9.21ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29
“ καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” I. 6.53 c. pr. subs., μιν ἐν πέλαγος ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι Πα. 7B. 47.τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67
πάτραι δ' [ἔφ]ᾳ[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (supp. Snell: [ἔπ]ᾳ[χ]θεν Lobel: sc. the Seriphians) Δ. 4. 41. add. part.,Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
add. inf.,ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
II pf., be shown, prove to beπέφανταί θ' ἁρματηλάτας σοφός P. 5.115
νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας (sc. Ἀλκιμίδας) N. 6.13 -
10 εὐαγής
εὐ-αγής, ές, (1) eigtl. von Blutschuld rein, schuldlos, heilig, im Solon. Gesetz ὁ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντα εὐαγὴς ἔστω, καὶ ὅσιος, den Geächteten zu töten steht frei, ohne daß man Anklage u. Buße zu fürchten hat; εὐσεβῆ, wer weiß, ob das in der Unterwelt als heilig, fromm gilt. Daher glücklich, günstig. Adv. εὐαγέως, nach heiligem Brauch. Auf körperliche Dinge übertr.: rein klar, hell, ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ, einen das ganze Heer überschauenden Sitz, oder weit sichtbar; καϑαρὰ καὶ εὐαγέα, von der Sonne u. den Sternen. (2) sich leicht bewegend, leicht, behend. Auch εὐᾱγής, gutgedreht, wohl abgerundet. (3), leicht zu zerbrechen, zerbrechlich
См. также в других словарях:
εὐαγέα — εὐαγής 1 free from pollution neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐαγής 1 free from pollution masc/fem acc sg (epic ionic) εὐαγής 2 free from pollution neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐαγής 2 free from pollution masc/fem acc sg (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)