-
1 ευηχητος
-
2 εὐήχητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήχητος
-
3 ευάχητον
εὐά̱χητον, εὐήχητοςloud-sounding: masc /fem acc sg (doric)εὐά̱χητον, εὐήχητοςloud-sounding: neut nom /voc /acc sg (doric) -
4 εὐάχητον
εὐά̱χητον, εὐήχητοςloud-sounding: masc /fem acc sg (doric)εὐά̱χητον, εὐήχητοςloud-sounding: neut nom /voc /acc sg (doric) -
5 εὐ-ᾱχητος
-
6 ευαχήτους
-
7 εὐαχήτους
См. также в других словарях:
ευήχητος — εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, ον (Α) 1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.) 2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»] … Dictionary of Greek
εὐάχητον — εὐά̱χητον , εὐήχητος loud sounding masc/fem acc sg (doric) εὐά̱χητον , εὐήχητος loud sounding neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάχητος — εὐάχητος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. ευήχητος … Dictionary of Greek
εὐαχήτους — εὐᾱχήτους , εὐήχητος loud sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)