Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
εὐήχητος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ευήχητος — εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, ον (Α) 1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.) 2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»] … Dictionary of Greek
εὐάχητον — εὐά̱χητον , εὐήχητος loud sounding masc/fem acc sg (doric) εὐά̱χητον , εὐήχητος loud sounding neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάχητος — εὐάχητος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. ευήχητος … Dictionary of Greek
εὐαχήτους — εὐᾱχήτους , εὐήχητος loud sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)