-
1 πολυ-ήχητος
πολυ-ήχητος, viel od. laut tönend, Schol. Aesch. Prom. 577. S. πολυάχητος.
-
2 κατ-ήχητος
κατ-ήχητος, unterrichtet, Dionys. Areop.
-
3 εὖ-ήχητος
-
4 νεο-κατ-ήχητος
νεο-κατ-ήχητος, erst kürzlich unterrichtet, K. S.
-
5 ἀ-περι-ήχητος
ἀ-περι-ήχητος, nicht umtönt, Erkl. von ἀπερισάλπιγκτος, B. A. p. 422; Sp.
-
6 ἀ-κατ-ήχητος
ἀ-κατ-ήχητος, noch nicht unterrichtet, K. S.
-
7 ευηχητος
-
8 πολυηχητος
-
9 πολυήχητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυήχητος
-
10 ἀκατήχητος
ἀκατ-ήχητος, ον,A not encompassed by sound, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατήχητος
-
11 ἀπεριήχητος
ἀπερι-ήχητος, ον,A not encompassed by sound, AB422.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεριήχητος
-
12 ἀκατήχητος
-
13 ἀπεριήχητος
-
14 εὖηχής
-
15 κατήχητος
-
16 νεοκατήχητος
-
17 πολυήχητος
πολυ-ήχητος, viel od. laut tönend
См. также в других словарях:
πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] … Dictionary of Greek
ευήχητος — εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, ον (Α) 1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.) 2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»] … Dictionary of Greek