Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐ-ήχητος

См. также в других словарях:

  • πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] …   Dictionary of Greek

  • ευήχητος — εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, ον (Α) 1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.) 2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»