-
1 γυναικειος
ион. γῠναικήϊος 2 и 3женский(βουλαί Hom.; στρατός Pind.; χείρ Arph.; ἐσθής Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и ἔργον Plut.)
θεὰ γυναικεία Plut. (лат. bona dea) — благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами) -
2 γυναικείος
-
3 γυναικεῖος
-
4 γυναικεῖος
γυναικεῖος, auch 2 End., Aesch. Ch. 878; Eur. Andr. 956 I. A. 233, den Frauen eigen, ihnen zukommend, sie betreffend; βουλαί, Weiberanschläge, Od. 11, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; στρατός Pind. Ol. 13, 86; ἐκ γυναικείας χερὸς ἀπώλετο Ar. Ran. 1143; δόλος, ἐσϑής, ἔργα, Her. 1, 91. 4, 146. 114; πένϑος Archil. 48; γένος Plat. Rep. X, 620 a; κόσμος II, 373 c; ἱμάτια Xen. Mem. 2, 7, 5; oft verächtlich, γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Plat. Rep. V, 469 d; μάϑημα Alc. I, 126 e; δρᾶμα Ar. Th. 151; vgl. Pol. 2, 4, 8. 10, 4, 7; ἐπὶ φαύλῳ καὶ γυναικείῳ πράγματι Luc. sa lt. 1; – ϑεὰ γυναικεία, bona dea der Römer, Plut. Cic. 19 Caes. 9; – τὸ γυναικεῖον, sc. οἴκημα, die Frauenwohnung, -stube, Sp.; ἡ γυναικηΐη Her. 5, 20; τὰ γυν., die monatliche Reinigung, Hippocr. Arist. – Adv. γυναικείως, z. B. πικραίνομαι Plat. Legg. V, 731 d.
-
5 γυναικεῖος
1 of womenἈμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν O. 13.89
ἢ γυναικείῳ θράσειψυχρὰνφορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων by a woman's impudence fr. 123. 8. -
6 γυναικεῖος
γυναικεῖος ( γυνή): of women; βουλαί, Od. 11.437†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γυναικεῖος
-
7 γυναικεῖος
γυναικεῖος, den Frauen eigen, ihnen zukommend, sie betreffend; βουλαί, Weiberanschläge; oft verächtlich; ϑεὰ γυναικεία, bona dea der Römer; τὸ γυναικεῖον, sc. οἴκημα, die Frauenwohnung, -stube; τὰ γυν., die monatliche Reinigung -
8 γυναικεῖος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γυναικεῖος
-
9 γυναικείος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γυναικείος
-
10 γυναικείος
εία, είο[ν]1) женский; присущий женщине; дамский;γυναικείοςείο φύλο — женский пол;
γυναικείοςεια παπούτσια — женская обувь;
ράφτης γυναικείοςείων — дамский портной;
με γυναικείοςεία χάρη — женственно; — с женской грацией;
2) презр. бЗбий;§ γυναικείοςεία μυαλά — легкомыслие;
γυναικείοςείες κουβέντες — болтовня, вздор;
γυναικείοςεία λάθη — венерические болезни
-
11 γυναικεῖος
женский.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γυναικεῖος
-
12 γυναικεῖος
-α,-ον + A 2-0-0-2-3=7 Gn 18,11; Dt 22,5; Est 2,11.17; Jdt 12,15belonging to women, feminine Dt 22,5; τὰ γυναικεῖα menses of women Gn 18,11; τὸ γυναικεῖον part of the house reserved for the women TobBA 2,11→NIDNTT -
13 γυναικεῖος
γῠναικ-εῖος, α, ον A. Ch. 630 (lyr.), also ος, ον ib. 878, E.IA 233 (lyr.): [dialect] Ion. [suff] γῠναικ-ήιος, η, ον: ([etym.] γυνή):—A of or belonging to women, feminine, γυναικεῖαι βουλαί a woman's designs, Od.11.437; ;ἔργα Hdt.4.114
; ; σκεῦος (i.e. woman) 1 Ep.Pet.3.7; γ.αἰδοῖον, τόποι, χῶροι, Gal.UP15.3, Aret.SA2.11, CA2.10; [full] κόλπος ( = αἰδοῖον) Sor.1.16; leucorrhoea,Id.
2.43;γονόρροια Aret.SD2.11
;ἰατρός Sor.2.3
;γ. ἀγορά Thphr.Char.2.9
; ἡγ. θεός, = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic. 19; γ. πόλεμος war with women, AP7.352 (Mel.(?)).2 in bad sense, womanish, effeminate,πένθος Archil.9.10
; ;μαθήματα Pl.Alc.1.127a
;γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Id.R. 469d
. Adv.-είως, πικραίνεσθαι Id.Lg. 731d
;ἐμπικραίνεσθαι Eus.Mynd.54
;διακεῖσθαι D.C.38.18
.II as Subst.,1 ἡ γυναικεία, [dialect] Ion. -ηΐη, = γυναικών, part of the house reserved for the women, Hdt.5.20, LXX To.2.11.b ἡ γ. (sc. ἀγορά), Thphr.Char.22.10.c lochia, Gal.17(2).817.d female disorders, title of works by Hp. and Sor., cf. Thphr.HP4.8.6, Aret.CA1.3.e (sc. φάρμακα) remedies for female complaints, Hp.Mul.1.64.3 γυναικεῖον, τό, = στίβι, Dsc.5.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικεῖος
-
14 γυναικείος
féminin -
15 γυναικεί'
γυναικεῖα, γυναικεῖοςof: neut nom /voc /acc plγυναικεῖε, γυναικεῖοςof: masc voc sgγυναικεῖαι, γυναικεῖοςof: fem nom /voc pl -
16 γυναικεῖ'
γυναικεῖα, γυναικεῖοςof: neut nom /voc /acc plγυναικεῖε, γυναικεῖοςof: masc voc sgγυναικεῖαι, γυναικεῖοςof: fem nom /voc pl -
17 γυναικεία
γυναικεί̱ᾱ, γυναικεῖοςof: fem nom /voc /acc dualγυναικεί̱ᾱ, γυναικεῖοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————γυναικεί̱ᾱͅ, γυναικεῖοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 γυναικηιος
-
19 γυναικικος
-
20 γυναιος
См. также в других словарях:
γυναικείος — γυναικείος, α, ο και γυναίκειος, εια, ειο αυτός που ανήκει ή έχει σχέση ή ταιριάζει σε γυναίκα: Άνοιξα ένα μαγαζί με γυναικεία είδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναικεῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… … Dictionary of Greek
γυναίκειος — α, ο βλ. γυναικείος … Dictionary of Greek
γυναικεῖον — γυναικεῖος of masc acc sg γυναικεῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικίσιος, -ια, -ιο — γυναικείος: Γυναικίσια συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικεῖαι — γυναικεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικεῖοι — γυναικεῖος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek